Ιστορίες της πόλης… «Ο Ιππόδρομος. Το «Circus Maximus» της υστερορωμαϊκής Θεσσαλονίκης»

Ο Ιππόδρομος αποτελούσε ένα από τα πιο σημαντικά δημόσια οικοδομήματα της υστερορωμαϊκής Θεσσαλονίκης κατά τους χρόνους της Τετραρχίας, όπου διεξάγονταν αγώνες αρματοδρομιών και ιπποδρομιών. Λειτουργούσε και ως πολιτικός χώρος, όπου ο λαός επικοινωνούσε με τον αυτοκράτορα και εξέφραζε την πίστη, τη λατρεία, τη βούληση ή τη δυσαρέσκειά του.

Πρόκειται για ένα υπαίθριο, επίμηκες κτήριο με μαρμάρινες κερκίδες, που κτίστηκε στο μεταίχμιο του 3ου προς τον 4ο αιώνα μ.Χ. Είχε συνολική έκταση 30.000τ.μ., μήκος σχεδόν 450μ., πλάτος 95μ. και χωρητικότητα περίπου 8.000-10.000 θεατές. Χωροθετήθηκε με προσανατολισμό ΒΑ-ΝΔ, οργανικά προσαρτημένο και κατά μήκος του ανατολικού ορίου του ανακτορικού συγκροτήματος του Γαλέριου, νότια της κύριας οδικής αρτηρίας της πόλης, «Decumanus maximus» και σε άμεση επαφή με το ανατολικό σκέλος της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης. Η χωροθέτηση αυτή επέτρεπε στον αυτοκράτορα να εισέρχεται με ασφάλεια στον ιππόδρομο, διαμέσου των κτισμάτων του ανακτόρου. Ο συνδυασμός ιππόδρομου και ανακτόρου εντάσσεται στα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά ρεύματα της εποχής αυτής, με αντίστοιχα παραδείγματα στην Αντιόχεια επί του Ορόντη, στους Τρεβήρους, στο Μιλάνο, στην Ακυληία, στο Σίρμιο και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη.

Η πρόσβαση στο εσωτερικό του ιππόδρομου γινόταν, μέσω της κεντρικής λεωφόρου, από την κεντρική πύλη, στο βόρειο καμπύλο τμήμα του (στο ύψος σήμερα της εκκλησίας της Υπαπαντής). Την πύλη αυτή πλαισίωναν δώδεκα χώροι για τη στάθμευση και εκκίνηση των αρμάτων, «ιππαφέσεις» (carceres) ή «αρματαφέσεις» (τις ονόμαζαν και «κάγκελα» οι Βυζαντινοί), καθώς και χώροι που προορίζονταν για τους δήμους, δηλ. τις πολιτικές οργανώσεις, τα αθλητικά σωματεία της πόλης κ.ά. Άλλες είσοδοι υπήρχαν πιθανότατα κατά μήκος της νοτιοδυτικής όψης του κτηρίου, ενώ μία επιπλέον είσοδος υπήρχε στο νότιο ημικυκλικό πέρας του, την «σφενδόνη», στην οδό Ν. Φωκά, κοντά στο θαλάσσιο τείχος της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου κατά τους χρόνους αυτούς έφθανε η θάλασσα και υπήρχε λιμάνι.

Στο ανατολικό σκέλος του ιππόδρομου, αναπτύσσονταν πέντε σειρές εδωλίων, σε επαφή με το τείχος και διάδρομος για την εξυπηρέτηση τόσο των θεατών, όσο και των στρατευμάτων σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων.

Το δυτικό σκέλος, με διπλάσιο πλάτος, δέκα σειρές εδωλίων και διάδρομο κυκλοφορίας, πιθανόν στο μέσον (διάζωμα), είχε διαφορετική υποδομή. Δύο παράλληλες στοές με θολωτή στέγαση υποβάσταζαν τα υπερκείμενα φορτία των εδωλίων, ενώ ταυτόχρονα επέτρεπαν στους θεατές και το βοηθητικό προσωπικό να κινείται με άνεση, κάτω από αυτά.

Το αυτοκρατορικό θεωρείο (pulvinar) (κάθισμα), θα πρέπει να αναπτυσσόταν μεταξύ της «Αψιδωτής αίθουσας», που βρίσκεται επί της οδού Δ. Γούναρη, και της «Βασιλικής» του ανακτόρου.

Ο στίβος («πέλμα» για τους Βυζαντινούς), δηλ. ο αγωνιστικός χώρος του ιππόδρομου, χωριζόταν κατά μήκος σε δύο τμήματα, από ένα χαμηλό φράγμα με καμπύλα βάθρα στα άκρα, τον «εύριπο» (όπως το στενό του Ευρίπου, μεταξύ Εύβοιας και Στερεάς Ελλάδας, του οποίου τα νερά αλλάζουν κατεύθυνση επτά φορές την ημέρα και όπως τα άρματα που τρέχουν επτά γύρους) ή «spina» (ραχοκοκαλιά). Πάνω σε αυτό θα βρίσκονταν οι μηχανισμοί για την επιμέτρηση των γύρων, διακοσμημένο συνήθως με γλυπτά, δεξαμενές νερού, οβελίσκους και άλλα διακοσμητικά στοιχεία. Ο στίβος δεν καταλήφθηκε από νεότερα κτήρια, αλλά μετατράπηκε στη μακρόστενη πλατεία που διατηρείται μέχρι σήμερα με το ίδιο όνομα (Πλατεία Ιπποδρομίου), με τη θέση του «ευρίπου» να ταυτίζεται με τμήμα της νησίδας της.

Η πρώτη αναφορά στον ιππόδρομο, γίνεται σε μία ενεπίγραφη κυκλική βάση αγάλματος του 4ου αιώνα μ.Χ., όπου αναφέρονται εργασίες διακόσμησης που έγιναν στον «εύριπο» από τον Domitius Catafronius (inter cetera etiam euripum statuis adornatum Domitius Catafronius…). Έμμεση αναφορά σε αυτόν γίνεται σε δύο επιγραφές, στη μία αναφέρεται ο «δήμος των πρασίνων» και στη δεύτερη, σε σαρκοφάγο, ο Ουράνιος, ηνίοχος των βένετων. Από κείμενα περιηγητών, με μαρτυρίες από τον 17ο αιώνα ως τις αρχές του 20ού αιώνα, πληροφορούμαστε ότι στη βορειοδυτική πλευρά είχαν απομείνει τμήματα των θόλων του ιππόδρομου που στήριζαν κάποτε τις κερκίδες και στο σημείο αυτό, μετά την εγκατάλειψη του ιππόδρομου, είχαν εγκαταστήσει οι βαφείς υφασμάτων τα εργαστήριά τους.

Ο ιππόδρομος της Θεσσαλονίκης είναι κυρίως γνωστός από τη σφαγή 7.000 χιλιάδων Θεσσαλονικέων το 390μ.Χ., κατόπιν διαταγής του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄, ως τιμωρία για τη λαϊκή εξέγερση εναντίον της γοτθικής φρουράς της πόλης, υπό τις διαταγές του Βουτέριχου, που οδήγησε και στον θάνατο του τελευταίου. Έκτοτε απαγορεύθηκαν οι αγώνες στον αιματοβαμμένο ιππόδρομο ως ειδωλολατρικό κατάλοιπο. Ο ιππόδρομος σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Έδρανά του επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε επισκευές των δυτικών τειχών της πόλης, ορατά σήμερα από την Πλατεία Δημοκρατίας (οδό Ειρήνης), μέχρι την «Πύλη Αξιού». Η ανάμνησή του διατηρήθηκε στους Θεσσαλονικείς, που ονόμαζαν την περιοχή Προδρόμι (Προντρόμ-Prodrom) μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε πήρε το σημερινό της όνομα. Αρκετά από τα σωζόμενα οικοδομικά κατάλοιπά του καταστράφηκαν λόγω της ανοικοδόμησης του 1950, ενώ κάποια διατηρήθηκαν στα υπόγεια των σύγχρονων οικοδομών.

Ο ρωμαϊκός ιππόδρομος, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, σημείο αναφοράς και πόλος έλξης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της Θεσσαλονίκης για τουλάχιστον τρεις αιώνες, από τις αρχές του 4ου αι. μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ., αποτελούσε έναν χώρο ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητας σε μια αυτοκρατορική έδρα, που ήταν κοσμημένη με αντίστοιχης λαμπρότητας οικοδομήματα.

Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης