Αξιοθέατα – Μνημεία της Θεσσαλονίκης

ΛΕΥΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ

Το σύμβολο της Θεσσαλονίκης, ο Λευκός Πύργος είναι κτίσμα του 15ου αιώνα και είναι μέρος της οχύρωσης της πόλης του.

Ο Λευκός Πύργος Θεσσαλονίκης είναι το σημείο όπου συναντώνται τα τείχη της θαλάσσιας άμυνας με το ανατολικό τμήμα των τειχών.

Για χρόνια χρησίμευσε ως φυλακή για καταδικασμένους κρατούμενους σε αναμονή της εκτέλεσή τους.  Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Λευκός Πύργος ανακατασκευάστηκε και από το 1985 λειτουργεί ως μουσείο.  Σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος έκθεσης του Βυζαντινού Μουσείου της Θεσσαλονίκης.  Για τους πρώτους μήνες του 2002 στέγασε τις «Ώρες Βυζαντίου», μια έκθεση αφιερωμένη στην καθημερινή ζωή στα Βυζαντινά χρόνια.

Ο πρώτος όροφος ήταν μια παρουσίαση με τίτλο «Επαγγελματίες στον χώρο της αγοράς», η οποία στην πραγματικότητα είναι μια παρουσίαση των εργαλείων και των άλλων αντικειμένων που ανήκουν σε χρυσοχόους, μαχαιροποιούς, υποδηματοποιούς, υαλουργούς καθώς και έκθεση κερμάτων και ένα μικροσκοπικό μοντέλο της αγοράς της Θεσσαλονίκης.

Ο δεύτερος όροφος ήταν αφιερωμένος στα ταξίδια και το εμπόριο. Αντικείμενα και κείμενα που σχετίζονται με θαλάσσια και χερσαία ταξίδια, εκθέσεις, θεάματα και προσκυνήματα.

Ο τρίτος όροφος ήταν μια παρουσίαση της βυζαντινής οικίας και του εσωτερικού σχεδιασμού του, τη διακόσμηση, το δείπνο και τη γειτονιά του.

Στο επάνω πάτωμα υπήρχε μια έκθεση της ζωής στο σπίτι με τα ενδύματα και τα υποδήματα, τα καλλυντικά, τα αρώματα και τα κοσμήματα, την προσωπική περιποίηση ακόμα και τις δεισιδαιμονίες της εποχής.

Το θέμα του τελευταίου ορόφου κάλυπτε την ταφή και τα έθιμα ταφής.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε το 1962 φιλοξενώντας ευρήματα από την περιοχή της Θεσσαλονίκης αλλά και των γειτονικών νομών.

Στο Αρχαιολογικό μουσείο παρουσιάζονται εκθέματα του πολιτισμού της Μακεδονίας από τα προϊστορικά χρόνια και εν συνεχεία.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης τροποποίησε τις κτιριακές εγκαταστάσεις του εμφανίζοντας με διαφορετικό τρόπο τις μόνιμες αλλά και περιοδικές συλλογές του.

Ο επισκέπτης έχει την δυνατότητα να περιπλανηθεί στις πέντε ενότητες που συνθέτουν τη νέα εκθεσιακή δομή του Μουσείου, μέσω της οποίας έρχεται σε επαφή με τον πολιτισμό και τους ανθρώπους της αρχαίας Μακεδονίας.

Οι πέντε ενότητες της Έκθεσης :

  • Ενότητα Α: Προϊστορική Μακεδονία.
    Παρουσιάζονται εκμαγεία τμημάτων του κρανίου του »μακεδονικού ουρανοπιθήκου», ενός πρώιμου ανθρωποειδούς καθώς και ένα αντίγραφο του γνωστού κρανίου των Πετραλώνων (200.000 π.Χ.)
  • Ενότητα Β: Προς τη γένεση των πόλεων.
    Παρουσιάζονται μαρτυρίες για οικισμούς και νεκροταφεία της εποχής του Σιδήρου (1100 – 700 π.Χ.) στην περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στον Άθωνα και τον Όλυμπο.
  • Ενότητα Γ: Η Μακεδονία από τον 7ο αιώνα π.Χ. ως την ύστερη αρχαιότητα.
    Παρουσιάζονται όψεις του βίου των Μακεδόνων από τα αρχαϊκά χρόνια, με τη δημιουργία του ανεξάρτητου μακεδονικού βασιλείου, έως και τους αυτοκρατορικούς χρόνους (1ος-4ος μ.Χ. αιώνας), εποχή κατά την οποία η Μακεδονία αποτελούσε επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
  • Ενότητα Δ: Θεσσαλονίκη, Μακεδονίας μητρόπολις
    Παρουσιάζονται ιστορικές και αρχαιολογικές πληροφορίες για την πόλη από την ίδρυσή της το 315 π.Χ., μέχρι τα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας.
  • Ενότητα Ε: Ο χρυσός των Μακεδόνων.
    Παρουσιάζονται εξαιρετικής τέχνης εκθέματα από διάφορους χώρους, κυρίως από νεκροταφεία των αρχαϊκών και των κλασικών χρόνων καθώς και η τέχνη της επεξεργασίας του χρυσού.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης διαθέτει επίσης χρονολογική αφήγηση που ξεκινά με την ενότητα «Προϊστορική Μακεδονία.»

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ

Η Αγία Σοφία επί σειρά πολλών ετών ήταν η μητρόπολη της Θεσσαλονίκης.

Η Αγία Σοφία είναι μεγάλη βασιλική (με τρούλο).

Χτίστηκε πάνω στα ερείπια μιας παλαιότερης γιγαντιαίας βασιλικής (που καταστράφηκε κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ)
Η εκκλησία χτίσθηκε για να θυμίζει την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης.

Το κτίσιμο της άρχισε τον 7ο αιώνα μ.Χ. αλλά κατά την διάρκεια των ετών που κατασκευαζόταν πραγματοποιήθηκαν πολλές τροποποιήσεις και προσθήκες.  Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αυτή η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί αλλά καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1890 για να επαναλειτουργήσει το 1913.

Ο επισκέπτης της Αγίας Σοφίας θα μπορέσει να αντιληφθεί την ύπαρξη εντυπωσιακών σκαλιστών εικόνων και διακοσμήσεων οι οποίες διατηρούνται από τον 8ο, 9ο και 11ο αιώνα.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι αφιερωμένη στον πολιούχο Άγιο της και καταλαμβάνει εξέχουσα θέση ανάμεσα σε όλες τις εκκλησίες σε αυτή την πόλη. Η Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου διαθέτει πλούσια ιστορία.  Αρχικά χτίστηκε το 313 μ.Χ. επάνω σε ένα αρχαίο ρωμαϊκό λουτρό σαν ένα μικρό παρεκκλήσι.

Τον 5ο αιώνα ο Επίσκοπος Λεόντιος την ανακατασκεύασε σε μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική. Αυτός ο ναός κάηκε κάπου μεταξύ το 626 μ.Χ. και 634 μ.Χ.  Όταν ξανακατασκευάστηκε πήρε την μορφή μιας άλλη με πεντάκλιτης βασιλικής, αλλά το 1493 οι Τούρκοι κατακτητές την μετέτρεψαν σε τζαμί!   Το 1912 επέστρεψε στους χριστιανούς αλλά η μεγάλη πυρκαγιά το 1917 την κατέστρεψε ολοσχερώς. Επανέλαβε την λειτουργία της το 1949.

Ο ναός βρίσκεται πάνω από τα ερείπια της Ρωμαϊκής Αγοράς και είναι μια βασιλική με πέντε κλίτη, ένα εγκάρσιο κλίτος και νάρθηκα.  Διαθέτει κρύπτη που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το εγκάρσιο κλίτος και το ιερό. Διαθέτει κατακόμβες κάτω από το έδαφος, μεταξύ των οποίων είναι και η αίθουσα των φυλακών του Αγίου Δημητρίου.  Ο ναός διαθέτει μουσείο και τρία παρεκκλήσια στην μια πλευρά του.

Στην νοτιοανατολική πλευρά της εκκλησίας «Άγιος Δημήτριος» βρίσκεται μια μικρότερη του Αγίου Ευθυμίου. Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου πριν από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 1917 ήταν διακοσμημένη με γλυπτά, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, τα περισσότερα από τα οποία καταστράφηκαν και σήμερα διατηρούνται λίγα υπολείμματα που διηγούνται το ένδοξο παρελθόν του μνημείου.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΣΤΡΑ

Τα τείχη Θεσσαλονίκης αποτελούσαν την οχύρωση της βυζαντινής πόλης και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και σημασία από αρχαιολογική, αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική άποψη. Τα όρια των βυζαντινών τειχών της Θεσσαλονίκηςσυνέπιπταν με εκείνα των ρωμαϊκών.

Τα τείχη Θεσσαλονίκης ήταν χτισμένα από στενές ζώνες λίθων και πλατύτερες πλίνθων και απλωνόταν σε μήκος 7-8 χιλιομέτρων. Τα τείχη είχαν τετράγωνη κάτοψη (σχήμα τραπεζίου) και ύψος 10-12 μ. και το βόρειο τμήμα τους ενωνόταν με τα τείχη της Ακρόπολης Θεσσαλονίκης.

Σήμερα σώζονται μόνο 3 χιλιόμετρα.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μέρος των τειχών Θεσσαλονίκης οικοδομήθηκε με απλούς πλίνθους. Σε κάποια σημεία σώζεται ένα μικρό μέρος του τείχους σε απόσταση 4-6 μέτρων από το βασικό τείχος και ονομάζεται προτείχισμα. Το προτείχισμα διευκόλυνε τους πολιορκούμενους και έκανε δύσκολη την προσβολή από τις πολιορκητικές μηχανές. Μπροστά από το προτείχισμα υπήρχε τάφρος με νερό.

Το κύριο τείχος Θεσσαλονίκης ήταν διπλό και ενισχυμένο κατά διαστήματα με πύργους και πύλες στις πιο πεδινές περιοχές, με το εσωτερικό κυρίως τείχος, το «ενδότερο» και το εξωτερικό το «προτείχισμα» να απέχουν σε απόσταση 10 μ.

Σήμερα σώζονται περίπου 60 πύργοι. Όλοι έχουν τετράγωνη διατομή εκτός από τον Λευκό Πύργο και το πύργο Τριγωνίου. Αυτοί οι δύο θεωρείται ότι χτίσθηκαν πάνω σε παλαιότερους πύργους κατά τον 15ο αιώνα.  Στο θαλάσσιο τμήμα των τειχών δεν υπήρχαν πύλες, ενώ στο εσωτερικό τεχνητό λιμάνι του Μεγάλου Κωνσταντίνου υπήρχε χαμηλό τείχος προς την πλευρά της πόλης και ένας λιμενοβραχίονας, το «Τζερέμπουλον», προς πλευρά της θάλασσας.

Η μεγάλη ανοικοδόμηση των τειχών έγινε τα παλαιοχριστιανικά χρόνια (τέλη 4ου-αρχές 5ου αι.) από τον Ορμίσδα, ενώ οι συχνές βαρβαρικές επιδρομές του 5ου και του 6ου αι. έκαναν επιτακτική την ανάγκη συνεχών ενισχύσεων των τειχών. Στο δυτικό τμήμα των τειχών απέναντι από το νεκροταφείο των Προτεσταντών, υπάρχει επιγραφή από πλίνθους που έχει πάρει το όνομα του Ορμίσδα.  Η επιγραφή  περιλαμβάνει τρεις σειρές, όπου η καθεμία έχει μήκος 9 μέτρα και από αυτές τις τρεις σειρές μόνο η δεύτερη έχει σωθεί σε καλή κατάσταση και μερικά διάσπαρτα γράμματα από τη τρίτη σειρά.

Στο κάτω μέρος της επιγραφής φαίνονται καθαρά , λατινικοί σταυροί.

Μετά από την αμέλεια που οδήγησε στην εύκολη εκπόρθηση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, τα τείχη ενισχύθηκαν για να αντιμετωπίσουν το βουλγαρικό κίνδυνο.

Οι Βυζαντινές οχυρώσεις

Σοβαρές επιδιορθωτικές εργασίες έγιναν τον 13ο και τον 14ο αιώνα από τους Παλαιολόγους, τόσο στα τείχη (πύλη Άννας Παλαιολογίνας) όσο και στο Επταπύργιο (Ακρόπολη). Η αδιαφορία των Βενετών (1423-1430) διευκόλυνε την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους που αφού την κατέλαβαν την οχύρωσαν με μεγάλη προσοχή.

ΑΨΙΔΑ ΓΑΛΕΡΙΟΥ (ΚΑΜΑΡΑ)

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μνημεία της Θεσσαλονίκης είναι η Αψίδα του Γαλερίου, που βρίσκεται στην πάνω πλευρά της Εγνατίας οδού, σε μικρή απόσταση από την Ροτόντα. (Η Ροτόντα είναι ένα σφαιρικό κτίριο με εσωτερικές κόγχες, του οποίου ο προορισμός ήταν λατρευτικός).

Η Καμάρα είναι ένα λαμπρό μνημείο, του οποίου ο προορισμός δεν ήταν πρακτικός αλλά αναμνηστικός και τιμητικός. Πρόκειται για ένα θριαμβικό τόξο που κατασκευάστηκε λίγο πριν το 305 μ.Χ για να τιμηθεί ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Γαλέριος, ύστερα από την οριστική νίκη του κατά των Περσών.

Η θριαμβική αψίδα του Γαλερίου ήταν τοποθετημένη κάθετα στην αρχαία Εγνατία, που διέσχιζε την πόλη (δυτικά προς ανατολικά) αποτελώντας μέρος του συγκροτήματος των Ρωμαϊκών Ανάκτορων του Γαλερίου, που αναπτύσσονταν στις σημερινές πλατείες Ναυαρίνου και Ιπποδρομίου.

Η διάταξη από την Καμάρα Θεσσαλονίκης ήταν τέτοια ώστε να περνούν κάτω απ’ αυτήν και να διασταυρώνονται ακριβώς στο κέντρο της οι δύο μεγάλες οδικές αρτηρίες, η σημερινή Εγνατία και η οδός που ξεκινούσε από την Καμάρα και κατέληγε στη νότια πύλη του περιβόλου της Ροτόντας.

ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Η πλατεία Αριστοτέλους αποτελεί συνδετικό κρίκο της αρχιτεκτονικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης με την σύγχρονη μορφή της.

Η ιστορική της σπουδαιότητα απορρέει από την ανάδειξη της σε κεντρικό σημείο κατά τον ανασχεδιασμό της πόλης από τον δημιουργό της πλατείας Αριστοτέλους,τον Γάλλο αρχιτέκτονα Ernest Hébrard, μετά την πυρκαγιά του 1917.

Η πλατεία Αριστοτέλους αποτελεί το σημείο επαφής με τη θάλασσα και αφετηρία ενός άξονα γεμάτου από δημόσιους χώρους.

Η πλατεία Αριστοτέλους χαρακτηρίζεται σαν ζωτικότατος χώρος για τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη αφού ταυτίζεται με τον μεγαλύτερο ενιαίο υπαίθριο χώρο στο κέντρο της πόλης ο οποίος έχει αναδειχθεί σε σημείο φιλοξενίας πλήθους εκδηλώσεων σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, σημείο συνάντησης, αναψυχής αλλά και περιπάτου των πολιτών και επισκεπτών της.

Αναφέρεται και είναι στη πραγματικότητα ένα σπάνιο δείγμα προγραμματισμένης αρχιτεκτονικής και χάρη στον προσεγμένο προσανατολισμό της, προσφέρει μια εκπληκτική θέα στον Όλυμπο.

ΛΙΜΑΝΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η ιστορία της Θεσσαλονίκης αρχίζει στα 316 π.Χ. με την ίδρυση της από τον Κάσσανδρο, Βασιλιά της Μακεδονίας, ο οποίος και της έδωσε το όνομα της γυναίκας του, αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η δημιουργία για το λιμάνι Θεσσαλονίκης χρονολογείται περίπου την ίδια περίοδο.

Το Λιμάνι Θεσσαλονίκης ήταν στρατηγικά και οικονομικά η καρδιά της πόλης. Στην αρχαιότητα αναφέρεται ότι υπήρχαν νεώρια, όπου ο Μακεδονικός Στόλος κατασκεύαζε και συντηρούσε τα πλοία του.

Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρεται επίσης ένα μεγάλο τετράγωνο λιμάνι.

Φαίνεται ότι όλο το θαλάσσιο μέτωπο ήταν πολύ καλά οργανωμένο και στο μεσαίωνα. Ένα μικρό λιμάνι υπήρχε στην περιοχή του Λευκού Πύργου, ενώ αναφέρεται και ένας μόλος στο κέντρο της πόλης. Στα χρόνια του πατριαρχικού γραμματατέα Ιωάννη Καμενιάτη περιγράφεται η ύπαρξη ενός εκτεταμένου λιμενοβραχίονα, ο οποίος απλωνόταν κατά μήκος των παραθαλασσίων τειχών.

Το λιμάνι Θεσσαλονίκης συμπορεύεται με την ιστορία της πόλης και αναδεικνύεται ως κομβικό σημείο Δύσης και Ανατολής.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΡΟΤΟΝΤΑ)

Η Ροτόντα είναι μέρος του αυτοκρατορικού συγκροτήματος που χτίστηκε το 306 μ.Χ. ως Πάνθεον (ή Μαυσωλείο) για τον αυτοκράτορα Γαλέριο.  Όπως υποδηλώνει το όνομα του μνημείου είναι ένα κυκλικό κτίριο με θόλο διαμέτρου 24 μέτρων. Ο Μεγάλος Θεοδόσιος την μετέτρεψε σε εκκλησία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του και για πολλά χρόνια ήταν ο μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης.

 Η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1591, και της προστέθηκε ένας μιναρές ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα και είναι ο μοναδικός στη Θεσσαλονίκη.  Η Ροτόντα διαθέτει άριστα και φυσικά αξιοσημείωτα για ψηφιδωτά που κοσμούν την εκκλησία.

Σήμερα λειτουργεί σαν μουσείο και δεν γίνονται λειτουργίες στην εκκλησία (εκτός από κάποιες ιδιαίτερα σημαντικές ημερομηνίες).

(Αυτό το μνημείο προσεγγίζεται από την στάση (Αψίδα του Γαλέριου) Καμάρα και απέχει 200 μέτρα)

ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΑΛΚΕΩΝ

Βυζαντινός ναός, χτισμένος το 1028,με τρείς τρούλους και σωζόμενες τοιχογραφίες, αφιερωμένος στην Παναγία.  Μετασκευάστηκε τον 14ο αιώνα.
Η ονομασία «Παναγία των Χαλκέων» οφείλεται στα εργαστήρια επεξεργασίας χαλκού, τα «χαλκοπρατεία» που βρίσκονται από τα μεσαιωνικά χρόνια απέναντι από τον ναό μέχρι σήμερα.

Η Παναγία Χαλκέων είναι η προστάτης των χαλκουργών.  Πρόκειται για μια διαχρονική εκκλησία σταυροειδούς τύπου, με τρίκογχο ιερό στα ανατολικά και νάρθηκα στη δυτική πλευρά.

Όπως αναφέρεται στο μαρμάρινο υπέρθυρο της κύριας εισόδου δυτικά, η εκκλησία ιδρύθηκε από τον «Χριστόφορο Πρωτοσπαθάριο έναν βυζαντινό αξιωματούχο.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί για να μετατραπεί σε εκκλησία και πάλι μετά το 1912, με την απελευθέρωση της πόλης.
Η ανακαίνιση ξεκίνησε λίγα χρόνια αργότερα για την αποκατάσταση των τοιχογραφιών που καλύφθηκαν με ασβέστη από τους Οθωμανούς.

Σήμερα οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να παρατηρήσουν δύο στρώματα τοιχογραφιών που χρονολογούνται από τον 11ο και τον 14ο αιώνα.

(Το μνημείο προσεγγίζεται από την Στάση Αριστοτέλους και βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Πλατείας)

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ

Άγιος Μηνάς είναι ο προστάτης της εμπορικής αγοράς της Θεσσαλονίκης.

Η αρχική εκκλησία του Αγίου Μηνά χτίστηκε κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα και ήταν η παλαιότερη εκκλησία της περιοχής. Μαρτυρίες Βυζαντινών κειμένων βεβαιώνουν ότι ο ναός αυτός υπήρχε και λειτουργούσε από τις αρχές του 9ου αιώνα στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη ως την τουρκική εισβολή του 1492.

Δυστυχώς η Εκκλησία του Αγίου Μηνά, μαζί με μια άλλη που χτίστηκε αργότερα καταστράφηκε ολοσχερώς από μια σειρά από πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν στην περιοχή.

Ο ναός καταστράφηκε το 1687 κατά τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης από τους Βενετούς και για δεύτερη φορά από πυρκαγιά το 1700. Ο Ιωάννης Καυτατζόγλου ήταν ο ευεργέτης που υποστήριξε οικονομικά την ανοικοδόμηση της εκκλησίας.
Η εκκλησία σήμερα είναι ένα κτίριο του 1890 και βασίζεται σε ένα εντελώς διαφορετικό σχέδιο από το αρχικό της.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν ένας από τους 12 χριστιανικούς ναούς που παρέμειναν στη διάθεση των χριστιανών και δεν έγιναν τζαμιά αλλά το μόνο μέρος του αρχικού ναού που διατηρείται μέχρι σήμερα είναι δύο στήλες μαζί με κάποια μαρμάρινα γλυπτά.

Σ’ αυτόν τον Ναό τελέστηκε η επίσημη δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης στις 26 Οκτωβρίου του 1912.

(Το μνημείο προσεγγίζεται από την στάση Λιμάνι και απέχει 300 μέτρα)

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ

Ο ναός του Προφήτη Ηλία αποτελεί σημαντικό μνημείο της Θεσσαλονίκης διότι είναι ο μοναδικός στη Θεσσαλονίκη της τεχνικής που είχε υιοθετηθεί στην ναοδομίας της Βασιλείας των Παλαιολόγων. Ο αρχιτεκτονικός του τύπος, τετρακιόνιος σταυροειδής είναι γνωστός και ως αθωνικός ή αγιορείτικος αφού χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για καθολικά μονών.

Η εκκλησία κτίστηκε τον 14ο αιώνα και βρίσκεται στη συμβολή των οδών Ολυμπιάδος και Προφήτη Ηλία στην Άνω Πόλη επάνω σε ύψωμα που δεσπόζει στην πόλη.

Αρχικά θεωρήθηκε ότι ανήκε στο Μοναστήρι της Νέας Μονής αλλά αργότερα αναγνωρίσθηκε ότι ήταν το Μοναστήρι του Ακάρνιου.
Το 1430 κατά την Οθωμανική κατοχή η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, μετατράπηκε σε τζαμί και καταστράφηκαν σχεδόν όλοι οι τοιχογραφίες της.

Σήμερα διασώζονται πολύ λίγες τοιχογραφίες της εκκλησίας.

(Το μνημείο προσεγγίζεται από τη στάση Αγ. Δημήτριος και απέχει 450 μέτρα)

ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ

Είναι μια εκκλησία που είναι αφιερωμένη στην Παναγία και αυτό σημαίνει ότι δεν έγινε από ανθρώπινο χέρι.

Στο γεγονός αυτό οφείλει το όνομα της.

Η Αχειροποίητος αναφέρεται στις γραπτές πηγές ως ο ναός της Παναγίας Θεοτόκου της Αχειροποίητου και μάλιστα ως ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου. Η επωνυμία Αχειροποίητος εμφανίζεται για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1320 και σχετίζεται με τη λατρευτική εικόνα της Παναγίας που υπήρχε στην εκκλησία. Η εκκλησία χτίστηκε πάνω σε ερείπια ρωμαϊκών λουτρών κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα.

Η εκκλησία αυτή ήταν η πρώτη που οι Οθωμανοί μετέτρεψαν σε τζαμί κατά τη διάρκεια του 1430, όταν εισέβαλλαν και κατέκτησαν την Θεσσαλονίκη. Όλες οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά της εκκλησίας καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά.
Από τον πλούσιο γλυπτό αρχιτεκτονικό διάκοσμο της εκκλησίας, ξεχωρίζουν τα σύνθετα ιωνικά κιονόκρανα, τα οποία χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα και προέρχονται από εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης.

Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να παρατηρήσει κάποια τμήματα των τοιχογραφιών που σώζονται ακόμη και χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα και τμήματα των ψηφιδωτών τα οποία διασώθηκαν και χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα.

(Το μνημείο προσεγγίζεται από τη στάση Αγίας Σοφίας και απέχει 200 μέτρα)

ΜΟΝΗ ΒΛΑΤΤΑΔΩΝ

Τα αδέρφια Δωρόθεος και Μάρκος Βλαττής , ήταν τα πρόσωπα που ίδρυσαν το Μοναστήρι το 1360.

Τα δύο αδέλφια ήταν μέλη του πνευματικού κύκλου του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος αργότερα χρίσθηκε, άγιος. Πέθανε το 1359 και μια τοιχογραφία του κοσμεί το εσωτερικό της εκκλησίας.

Είναι εκπληκτικό το πώς το κτίριο και ιδιαίτερα το καθολικό διατηρεί τα χαρακτηριστικά του αρχικού κτιρίου, παρά τις πολλές επισκευές και αποκαταστάσεις.

Οι μοναδικές εσωτερικές τοιχογραφίες είναι ένα τέλειο παράδειγμα της τεχνοτροπίας του δεύτερου μισού του 14ου αιώνα.

(Το σημείο ενδείκνυται να το προσεγγίσετε από τη στάση Βυζαντινά Κάστρα και να προχωρήσετε στα πετρόκτιστα σοκάκια ανεκτίμητης ομορφιάς)

ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό κατά το έτος 1994.

Η ιδέα πίσω από τη δημιουργία ενός Βυζαντινού Μουσείου ήταν να δημιουργήσει το σπίτι του βυζαντινού πολιτισμού στη Μακεδονία, γενικά, και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη κρατώντας ζωντανή την κουλτούρα και προσφέροντας τη δυνατότητα στους φοιτητές και την κοινωνία για την έρευνα και μελέτη πάνω στο θέμα.

Στο μουσείο υπάρχουν γλυπτά, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, εικόνες, έργα μεταλλοτεχνίας, νομίσματα, έργα ζωγραφικής τοίχων, υαλικά, κεραμικά και επιγραφές από τα βυζαντινά χρόνια.

Έχει μόνιμες εκθέσεις, αίθουσες για προσωρινές θεματικές εκθέσεις, εργαστήρια συντήρησης, και χώρους αποθήκευσης.
Σήμερα, τρεις μόνιμες εκθέσεις είναι ανοιχτές, παρουσιάζοντας την κοινωνία και την τέχνη της παλαιοχριστιανικής περιόδου (4ος-7ος μ.Χ. αιώνας) με έμφαση στη μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον χριστιανισμό.

Το θέμα της πρώτης έκθεσης είναι «οι παλαιοχριστιανικές εκκλησίες» και η Αρχιτεκτονική και η διακόσμηση των χριστιανικών εκκλησιών στους πρώτους αιώνες.

Η δεύτερη έκθεση είναι παλαιοχριστιανικές Πόλεις και Κατοικίες, η παρουσίαση της οικονομικής ζωής, οι οικιακές χειροτεχνίες καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με τα τρόφιμα και τα είδη ένδυσης. Στο κέντρο της αίθουσας δεσπόζει ο χώρος υποδοχής ενός σπιτιού με ψηφιδωτό δάπεδο και πολύ καλά διατηρημένες τοιχογραφίες.
Η τρίτη έκθεση ονομάζεται «Από τα Ηλύσια πεδία στο Χριστιανικό παράδεισο», και εστιάζει στα παλαιοχριστιανικά νεκροταφεία.
Η τέταρτη έκθεση ονομάζεται «« Από την Εικονομαχία στη λάμψη των Μακεδόνων και της δυναστείας των Κομνηνών ». Παρουσιάζει την Εικονομαχία, αρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική, κεραμική, μολυβδόβουλλα και τα κέρματα στις μεσο- βυζαντινές εκκλησίες, τα μοναστήρια και τον εκχριστιανισμό των Σλάβων από το Θεσσαλονικείς αδελφούς, τους μοναχούς Κύριλλο και Μεθόδιο.

Οι μελλοντικές εκθέσεις θα παρουσιάσουν τις δυναστείες των βυζαντινών αυτοκρατόρων με χρονολογική σειρά από τον Ηράκλειο (610-641) έως την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Στο «Βυζαντινό κάστρο» χρησιμοποιούνται εκθέματα και πληροφορίες που περιγράφουν μια εικόνα της καθημερινής ζωής και της παραγωγής εντός και εκτός των τειχών του κάστρου.

(Προσεγγίζετε από τη στάση Αρχαιολογικό Μουσείο σε απόσταση 100 μέτρων)

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ & ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ & ΘΡΑΚΗΣ

Το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1973 από τον Μακεδονικό εκπαιδευτική ένωση και βρίσκεται στο κτίριο «Παλαιό Κυβερνείο».

Η κατασκευή του κτιρίου πραγματοποιήθηκε γύρω στα 1905-1906 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ελί Μοδιάνο, ο οποίος πρόσθεσε στο εκλεκτικιστικό του ύφος -κυρίως στα κιγκλιδώματα και τα μεταλλικά θυρόφυλλα της κεντρικής εισόδου -στοιχεία Art Nouveau, του νέου καλλιτεχνικού ρεύματος της εποχής που εφαρμόσθηκε στο Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα.

Πολύ εντυπωσιακό είναι το διπλό χαγιάτι με μια υπέροχη θέα στη θάλασσα.

Οι τέσσερις όροφοι του μουσείου παρουσιάζουν σήμερα τον παραδοσιακό πολιτισμό της Μακεδονίας και της Θράκης με τις συλλογές των 15.000 αντικείμενων (υφαντά, κεντήματα, τοπικές φορεσιές, εργαλεία, όπλα, οικιακών ειδών, μουσικά όργανα, ξυλογλυπτική, ξυλουργική και τον εξοπλισμό μεταλλοτεχνίας).

Το μουσείο συγκεντρώνει, έρευνες, μελέτες και οτιδήποτε σχετικό με την παράδοση στη Μακεδονία και τη Θράκη και τα παρουσιάζει στο κοινό σε περιοδικές εκθέσεις.
Το μουσείο διαθέτει επίσης μια εξειδικευμένη βιβλιοθήκη, φωτογραφικό αρχείο και βιβλιοθήκη με δίσκους και ήχους.

(Προσεγγίζετε από τη στάση Μέγαρο Θεσσαλονίκης με απόσταση 1,5 χλμ)

ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

Το Μουσείο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης υλοποιώντας ουσιαστικά το όραμα του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού για την ίδρυση του σπιτιού του Μακεδονικού Αγώνα και για τον λόγο αυτό αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το συγκεκριμένο έργο.

Το μουσείο σχεδιάστηκε από τον Ernst Ziller και άνοιξε τις πόρτες του το 1981 λειτουργώντας μέσα σε ένα νεοκλασικό κτίριο.
Σε αυτό το κτίριο λειτουργούσε το Ελληνικό Γενικό Προξενείο 1893 – 1912. Το μουσείο είναι ατομική περιουσία και διευθύνεται από το Σωματείο Φίλων του Μουσείου ο Μακεδονικός Αγώνας.

Υπάρχουν πολλά σημαντικά εκθέματα με το οπλοστάσιο της εποχής να κατέχει δεσπόζουσα θέση, ενώ οι στολές, τα αναμνηστικά και τα προσωπικά αντικείμενα των ηγετών του Μακεδονικού Αγώνα (1904 – 8) κατέχουν επίσης, προεξέχουσα θέση.
Οι πολυάριθμες στολές, μια συλλογή από 1.350 σύγχρονες φωτογραφίες, οι επεξηγηματικοί χάρτες, τα βιβλία, οι εφημερίδες, και τα έργα ζωγραφικής του Μακεδονικού τοπίου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα ολοκληρώνουν την εικόνα του μουσείου.

Τα εκθέματα καταλαμβάνουν επτά δωμάτια και ομαδοποιούνται ως εξής:

Η Μακεδονία πριν το ξέσπασμα του Αγώνα.
Ο αγώνας στη Δυτική Μακεδονία.
Το προξενείο και η οργάνωση της Θεσσαλονίκης.
Το γραφείο του προξένου Λάμπρου Κορομηλά.
Ο ρόλος του λαού της Μακεδονίας στον Αγώνα.
Ο Αγώνας της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας.
Ο Αγώνας στη λίμνη της πόλης των Γιαννιτσών.
Τα γεγονότα στη Μακεδονία μετά το τέλος του Αγώνα και κατά την επανάσταση των νέο-Τούρκων ».

Στο κάτω μέρος υπάρχουν σε φυσικό μέγεθος εικόνες με σκηνές από τον Αγώνα, ένα σχολείο στις αρχές του 20ου αιώνα, ο αγώνας των πατριαρχικών » για να προστατεύσουν τις εκκλησίες τους από τις επιθέσεις των Εξαρχικών, η δράση των ελληνικών στρατευμάτων στην Λίμνη των Γιαννιτσών καθώς και την άφιξη ενός κατασκόπου στην Φλώρινα. Ο πρώτος όροφος έχει ένα οπτικοακουστικό σύστημα που προβάλει ταινίες από την ιστορία της Μακεδονίας.

(Πλησιέστερος σταθμός η εκκλησία «Αγία Σοφία», σε απόσταση 400meters)

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Το Πολεμικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό τον Οκτώβριο του 2000. Στεγάζεται στο κτίριο του 3ου σώματος στρατού που σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Vitaliano Posseli και ανεγέρθηκε μεταξύ του 1900 και 1902.

Η αποστολή του μουσείου είναι να λειτουργήσει σαν μια βάση στη Βόρεια Ελλάδα για εκδηλώσεις που διοργανώνονται από το Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας και στοχεύουν να συμβάλουν στη διατήρηση ιστορικών δεδομένων και αναμνήσεων καθώς και της ιστορικής κληρονομιάς στη Βόρεια Ελλάδα.

Μέσα από μόνιμες αλλά και διάφορες θεματικές εκθέσεις, το μουσείο δίνει έμφαση στην εξέλιξη της Ελληνικής φυλής, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στην τεκμηρίωση της ιστορίας της Ελλάδας κατά τον πόλεμο.

Οι μόνιμες συλλογές παρουσιάζουν γεγονότα τα οποία ήταν ορόσημο στην σύγχρονη ελληνική ιστορία από την αρχή του 20ου αιώνα έως την απελευθέρωση της Ελλάδας από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, στο τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου.

Το μουσείο περιλαμβάνει φωτογραφίες της εποχής, στολές του Ελληνικού στρατού της αεροπορίας και του ναυτικού, τα όπλα του Ελληνικού στρατού, αντίγραφα του πυροβολικού και των πλοίων, έργα τέχνης, σκαλιστά σε πέτρα, χάρτες, πίνακες ζωγραφικής, κάρτες, και άλλα παρόμοια αντικείμενα από στρατεύματα, άλλων Βαλκανικών χωρών.

Τα εκθέματα παρουσιάζουν τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τον Έλληνο-Ιταλικό πόλεμο, τη μάχη του Κάστρου στην ανατολική Μακεδονία, τη Μάχη της Κρήτης, την Κατοχή και την Αντίσταση, το ρόλο των Ελληνικών δυνάμεων και την δράση τους με τους συμμάχους στη Βόρεια Αφρική, την Ιταλία και την Νορμανδία, καθώς και την απελευθέρωση από τις δυνάμεις κατοχής.

Εκτός από εκθεσιακούς χώρους, το Πολεμικό Μουσείο διαθέτει ένα αμφιθέατρο, μια αίθουσα πολλαπλών χρήσεων και μια άριστα εξοπλισμένη βιβλιοθήκη με συγγράμματα της ιστορίας και του πολέμου. Όλες οι εκδόσεις και οι δημοσιεύσεις του Υπουργείου Άμυνας, του Τμήματος Στρατιωτικής Ιστορίας και του Πολεμικού Μουσείου πωλούνται από το κατάστημα του μουσείου.

(Προσεγγίζετε από τη στάση Αρχαιολογικό Μουσείο σε απόσταση 300 μέτρων)

ΜΟΥΣΕΙΟ ΓΥΨΙΝΩΝ ΕΚΜΑΓΕΙΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Το μουσείο των γύψινων εκμαγείων φιλοξενείται σε δύο αίθουσες του υπόγειου χώρου που βρίσκεται στο νέο κτιρίο της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Η συλλογή διαθέτει γύψινα εκμαγεία, αντίγραφα και πρωτότυπα από αρχαιολογικά ευρήματα και δημιουργήθηκε την ίδια χρονική στιγμή με την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και οφείλεται στον κ. Ρωμαίο, Καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας.

Η συλλογή είναι από τις καλλίτερες στην Ελλάδα και πολύ σημαντικό γεγονός επίσης , είναι ότι φέρνει τους φοιτητές του αρχαιολογικού τμήματος σε επαφή με την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη της δημιουργίας αγαλμάτων καθώς και κεραμικών μικρής κλίμακας.

Στην αίθουσα Α υπάρχουν αντίγραφα έργων από την αρχαϊκή και κλασική εποχή ενώ στην αίθουσα Β υπάρχουν έργα από την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή.

Ανάμεσα στα πιο αξιοσημείωτα έργα είναι αντίγραφα της ζωφόρου του Παρθενώνα, αναθηματικά ανάγλυφα και επιτύμβια κολώνες, αγάλματα από κούρους και κόρες, τμήματα της πανοπλίας της Αθηνάς Νίκης, νομίσματα, ακροκέραμα, τεφροδόχοι και μάσκες.

(Προσεγγίζετε από τη στάση Καμάρα σε απόσταση 280 μέτρων)

SIMON MARKS ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Το μουσείο ιδρύθηκε από την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης και βρίσκεται στο κέντρο της πόλης στο χώρο της αγοράς Μοδιάνο, το οποίο ήταν το κέντρο της εβραϊκής κοινότητας από τη στιγμή που οι πρώτοι ισπανό- Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το μουσείο άνοιξε τις πόρτες του τον Μάρτιο του 1997 έχοντας ως κύριο σκοπό του να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης.

Η μόνιμη έκθεση παρουσιάζει αντίγραφα των εκθεμάτων από το Beth Lohamei Agetaoth Kibbutz που λειτουργεί στο Ισραήλ από το 1933 και έχει τίτλο: «Θεσσαλονίκη» Η Μητρόπολη των Σεφαραδιτών Εβραίων.
Παρουσιάζονται λεπτομέρειες για την ιστορία και τη δραστηριότητα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και της συμβολής τους στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης, των κοινωφελών ιδρυμάτων τους, την εκδοτική τους δραστηριότητα και την ανάπτυξη του σιωνιστικού κινήματος.

Τα εκθέματα προέρχονται από το χρονικό διάστημα 315 π.Χ., όταν η πόλη ιδρύθηκε και ιδιαίτερα από το έτος 1492, όταν 15-20.000 Ισπανό- Σεφαραδίτες Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη μέχρι το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της πόλης κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στο Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο.

Υπάρχουν εκθέσεις των φωτογραφιών που σχετίζονται με το Ολοκαύτωμα, αντίγραφο της έκθεσης του ιδρύματος Άουσβιτς στις Βρυξέλλες κείμενα και φωτογραφίες που αναπαράγουν την άνοδο στην εξουσία από τους Ναζί », την γερμανική πολιτική του ρατσισμού, της ζωής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, της εξόντωσης των Εβραίων σε θαλάμους αερίων και σε κρεματόρια, χτυπήματα της αντίστασης καθώς και από την απελευθέρωση των υπόλοιπων κρατουμένων από τις Συμμαχικές Δυνάμεις το 1945.

Υπάρχουν συγκλονιστικά στοιχεία που έφεραν πίσω οι ελάχιστοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης που επέστρεψαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως τα δύο κομμάτια του σαπουνιού, ένα πράσινο και ένα λευκό που έγιναν από το λίπος του σώματος των δολοφονημένων Εβραίων, μια σκουριασμένη μεταλλική ταυτότητα που έχει γραμμένο τον αριθμό 118968, ένα λυγισμένο κουτάλι του Χάιντς Κούνιο, και την φόρμα κρατούμενου του στρατοπέδου.

(Προσεγγίζετε από τη στάση Λιμάνι Θεσσαλονίκης σε απόσταση 350 μέτρα)

ΚΕΝΤΡΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Οι εγκαταστάσεις του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης βρίσκονται στην πλατεία Ιπποδρομίου και είναι δωρεά του Αναστασίου και της Ιουλίας Μπίλλη.

Το κέντρο ιδρύθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο το 1983 και λειτουργεί στις σημερινές εγκαταστάσεις του από το 1995.

Ο σκοπός του Κέντρου είναι η συλλογή,η διάσωση, η καταγραφή και η διαφύλαξη κάθε εκτυπωμένου, γραπτού, και οπτικοακουστικού υλικού το οποίο είναι σχετικό με την ιστορία της πόλης και της περιοχής της Θεσσαλονίκης.

Το Ιστορικό κέντρο προωθεί και διευκολύνει την ιστορική έρευνα σχετικά με την Θεσσαλονίκη και επιδιώκει να κεντρίσει το ενδιαφέρον των ξένων σχετικά με την σύγχρονη μορφή της πόλης αλλά και σε συνδυασμό με το ένδοξο ιστορικό παρελθόν της.

Το κέντρο διοικείται από μια επιτροπή που αποτελείται από διακεκριμένους επιστήμονες της πόλης.

Το Κέντρο έχει διατηρήσει το Δημοτικό Αρχείο το οποίο και ταξινομεί και συγχρόνως έχει αποκτήσει αρκετά ιδιωτικά αρχεία είτε με δωρεά είτε με αγορά.

Το κέντρο διαθέτει μια βιβλιοθήκη ιστορικού περιεχομένου που αποτελείται από 3.000 φωτογραφίες, 4.000 βιβλία, 5.000 καρτ-ποστάλ καθώς και διάφορες αφίσες, βιντεοκασέτες, και ιστορικούς χάρτες.

Το κέντρο παρουσιάζει τις εκδόσεις του ερευνητικού του έργου με προσωρινές εκθέσεις που απεικονίζουν την ιστορική συνέχεια της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας.

Επίσης διοργανώνει συνέδρια και σειρές διαλέξεων και φιλοξενεί εκδηλώσεις που διοργανώνονται από άλλα θεσμικά όργανα με συναφή χαρακτήρα .

Το Κέντρο Ιστορίας τυπώνει επίσης ένα επιστημονικό περιοδικό με τίτλο «Θεσσαλονίκη», το οποίο περιέχει αυθεντικά άρθρα και βιβλία για την Θεσσαλονίκη και την ιστορία της.

Το Κέντρο σκοπεύει να μετατρέψει τα αρχεία της πόλης, σε ηλεκτρονική μορφή ώστε να είναι γίνουν πολύ εύκολα προσιτά από τους ερευνητές και να συνδεθούν με το Internet έτσι ώστε οι πληροφορίες και γνώσεις για την ιστορία της Θεσσαλονίκης να γίνει προσιτή στο παγκόσμιο κοινό.

(Προσεγγίζετε από τη Στάση Λιμάνι Θεσσαλονίκης σε απόσταση 120 μέτρων)

ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Η Πινακοθήκη ιδρύθηκε το 1975 και είναι η πρώτη οργανωμένη έκθεση της τέχνης “Visual Arts” στην πόλη η οποία έχει σαν κύριο στόχο και σκοπό να προωθήσει και να διαδώσει την σύγχρονη Ελληνική τέχνη και κυρίως αυτήν της Βόρειας Ελλάδας.

Η έκθεση στεγάζεται στον τελευταίο όροφο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας, στο κτίριο που σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Βασίλη Κασσάνδρα και βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Λευκό Πύργο, μπροστά στη θάλασσα.

Η συλλογή περιλαμβάνει περισσότερα από 400 έργα, κυρίως έργα ζωγραφικής, γλυπτά, χαρακτικά και, ως επί το πλείστον από καλλιτέχνες από τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία, αν και υπάρχουν επίσης έργα των μεγάλων καλλιτεχνών από την υπόλοιπη Ελλάδα και άλλες χώρες. Τα έργα των ξένων καλλιτεχνών έχουν επιλεγεί με βάση τη σχέση τους με την πόλη, δηλαδή απεικονίζουν μνημεία και τοπία της Θεσσαλονίκης. Τα περισσότερα από τα έργα έχουν δωριθεί, μερικά έχουν αγορασθεί και ένας μεγάλος αριθμό έργων προήλθε από δωρεές.

Στις αρχές του 1999 η έκθεση συμπληρώθηκε και τα εκθέματα αυξήθηκαν αρκετά από τα έργα της Συλλογής Παπανάκου.

Η έκθεση παρουσιάζει μια απόλυτα ικανοποιητική εικόνα των βασικών κατευθύνσεων της οπτικής έκφρασης στη βόρεια Ελλάδα, καθώς επίσης και της ανάπτυξης της σύγχρονης ελληνικής τέχνης από το 1850.

Ένα δείγμα των καλλιτεχνών που φιλοξενούνται είναι οι παρακάτω: Τάσος Κυριαζόπουλος, Σπύρος Βασιλείου, Θάλεια Φλώρα Καραβία, Νίκος Σαχίνης, Émile Gerlach, Γιώργος Απότσος, Κώστας Κάρανος, Άννα Χριστοφορίδου, Κυριάκος Καμπαδάκης, και Απόστολος Κιλεσσόπουλος.

Η γκαλερί επεκτείνει την δραστηριότητα της στην οργάνωση προσωπικών και ομαδικών περιοδικών εκθέσεων για την προώθηση της σύγχρονης τέχνης.

(Προσεγγίζετε από τη στάση Λευκός πύργος σε απόσταση 40 μέτρων)

ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Το 1987 μια ομάδα ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν μέσω του συλλόγου η «Παράλλαξη» δημιούργησαν το πρώτο μουσείο φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη.

Το 1995 ο Οργανισμός «Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997» ίδρυσε το Μουσείο Φωτογραφίας το οποίο το 1998 έγινε ανεξάρτητος οργανισμός. Από το Δεκέμβριο του 2001, το Μουσείο στεγάζεται στην Αποθήκη 1 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στο ίδιο κτίριο που στεγάζετε και το Μουσείο Κινηματογράφου.

Η αποστολή του Μουσείου είναι η συλλογή φωτογραφιών, κυρίως ιστορικών αλλά και καλλιτεχνικών, από την Ελλάδα, να οργανώνει εκθέσεις και εκδηλώσεις για να προβάλει τη συλλογή του μουσείου, να ενώσει τις δυνάμεις του και να συνεργαστεί με άλλους παρεμφερείς οργανισμούς και να δημοσιεύει βιβλία με θέμα τη φωτογραφία.

Το μουσείο έχει 57 φωτογραφίες και 700 αρνητικά της φωτογράφου Nelly, το αρχείο,με θέματα από τη μόδα του φωτογράφου Σωκράτη Ιορδανίδη, , ειδήσεις, τοπία της πόλης και άλλες παρόμοιες εικόνες και φωτογραφίες από τη δεκαετία του 1950, του ’60 και 70, και είναι έτοιμο να προχωρήσει στην αγορά της συλλογής με τίτλο «Φωτογραφία και Εικόνα» (το έργο που ανήκει σε 39 σύγχρονους Έλληνες φωτογράφους), το αρχείο του φωτογράφου Γιάννη Στυλιανού και μέρος της συλλογής με τίτλο «Νέες Εικόνες».

Από το 1999 το μουσείο έχει συνεργαστεί με μια σειρά από Ελληνικούς και διεθνείς οργανισμούς για να αναλάβουν τη διοργάνωση του «Φωτο-Συγκυρία» του παλαιότερου και πιο σημαντικού φωτογραφικού ιδρύματος, της χώρας.

(Προσεγγίζετε από τη στάση λιμάνι σε απόσταση 50 μέτρων)

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Το Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε στις αρχές του 1995 μετά από απόφαση του Οργανισμού «Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997». Σήμερα αποτελεί μέρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με τη δική του διοικούσα επιτροπή.

Στεγάζεται στην Αποθήκη 1, σ’ ένα διατηρητέο κτήριο στην αποβάθρα 1 του λιμανιού, στο τέλος της παλαιάς προκυμαίας, κοντά στην πλατεία Αριστοτέλους.

Η αποστολή του Μουσείου είναι η συγκέντρωση, διαφύλαξη και η προβολή του σαν εκθέματα μουσείου, αντικείμενα από τη ζωή του κινηματογράφου στην Ελλάδα. Η δημιουργία του μουσείου έγινε εφικτή μετά την αγορά της συλλογής κινηματογράφου του κινηματογραφιστή της Θεσσαλονίκης Νίκου Μπιλιλή.

Τα εκθέματα περιλαμβάνουν κινηματογραφικές μηχανές λήψης και προβολής, παλιά μέρη και εξαρτήματα κινηματογραφικού εξοπλισμού, δοχεία εμφάνισης κινηματογραφικών-φιλμ, φακούς, μηχανήματα υποτιτλισμού κλπ. και κινηματογραφικό υλικό (κινηματογραφικές ταινίες, ταινίες ειδήσεων και κυλίνδρους )φωτογραφίες από σχεδόν δύο χιλιάδες ταινίες, γιγάντιες χειροποίητες αφίσες κινηματογράφου, το μουσικό υπόβαθρο σε όλα τα κινηματογραφικά έργα που κυκλοφόρησαν πριν από το 1995 σε δίσκους βινυλίου LP και CD, και ένα αρχείο κινηματογραφικών ταινιών.

Στο αρχείο κινηματογράφου οι επισκέπτες και οι ερευνητές μπορούν να βρουν πληροφορίες για τον κινηματογράφο στην Ελλάδα από το 1985 και μετά. Αυτό περιλαμβάνει πληροφορίες για το φεστιβάλ κινηματογράφου, δημόσιες προβολές των ταινιών στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες, καθώς και βιογραφικά στοιχεία για σκηνοθέτες και ηθοποιούς κ.λπ.

Παρόμοια εργασία για την περίοδο 1926 – 1985 είναι σε φάση ολοκλήρωσης.
Το μουσείο διοργανώνει ξεναγήσεις και προβάλει αποσπάσματα ταινιών σε ένα δωμάτιο ειδικά σχεδιασμένο για το σκοπό αυτό.

(Προσεγγίζετε από τη στάση λιμάνι σε απόσταση 50 μέτρων)

ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η δημιουργία του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης κάλυψε το κενό που υπήρχε στην πόλη για ένα χώρο υψηλότατου επιπέδου που να εστιάζεται στην μουσική και τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες.

Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης χτίσθηκε πάνω σε ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο 18 στρεμμάτων και βρίσκεται στην περιοχή του Ποσειδωνίου Αθλητικού Κέντρου Θεσσαλονίκης.

Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης είναι ένα σύγχρονο, διεθνών προδιαγραφών, πολιτιστικό και συνεδριακό κέντρο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να φιλοξενεί μεγάλο εύρος εκδηλώσεων όπως όπερα, συναυλίες, μπαλέτα, θεατρικές παραστάσεις , καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκθέσεις αλλά και συνεδριακές εκδηλώσεις.

Το κτίριο σχεδιάστηκε έτσι ώστε να αποτελεί ορόσημο και κόσμημα για την πόλη. Η εξωτερική εμφάνιση του κτιρίου είναι απόλυτα εναρμονισμένη με την ιστορία της πόλης συνδυάζοντας στοιχεία από το λαμπρό βυζαντινό παρελθόν της και από το μετέπειτα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της.

Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης διαθέτει μια μεγάλη και πλήρως εξοπλισμένη αίθουσα συναυλιών, εξαιρετικής ακουστικής, δυναμικότητας 1.464 θέσεων, με τις 1.060 να βρίσκονται στην πλατεία, τις 88 στα θεωρεία και 316 απ’ αυτές στον εξώστη.

Εντυπωσιακός είναι ο χώρος υποδοχής του κοινού (φουαγιέ) και γενικά ο άριστος σχεδιασμός και συνδυασμός υποδομών και λειτουργικών χώρων όπως τα γραφεία για τις διοικητικές και τεχνικές υπηρεσίες, οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για την υποστήριξη των εκδηλώσεων όπως καμαρίνια, αίθουσες δοκιμών, αποθήκες οργάνων, ταυτόχρονα με την μέριμνα για τους πολίτες με ειδικές ανάγκες και την πρόβλεψη για την ύπαρξη κατάλληλων θέσεων και ανελκυστήρων συνθέτουν ένα κτίριο κόσμημα για την πόλη.

Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε στις 2 Ιανουαρίου του 2000 και ξεκίνησε τις τακτικές εκδηλώσεις του το Μάιο του 2000.

Η λειτουργία του έχει συμβάλει αποφασιστικά στην πολιτιστική, κοινωνική αλλά και οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Η παρουσίαση σημαντικότατων πολιτιστικών γεγονότων, η διοργάνωση μεγάλων διεθνών συνεδρίων και εκθέσεων έχει μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη σε διεθνές πολιτισμικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας και των Βαλκανίων.

Πηγή : Thessaloniki Sightseeing