Για τους λάτρεις της στατιστικής, η ηλικία του Χρήστου Μασσαλά είναι μικρότερη από τη διάρκεια της αποχής του Χρήστου Πολίτη από τον κινηματογράφο (35 και 47 χρόνια αντίστοιχα), όμως χρειάστηκε η επιμονή και το όραμα ενός κατά πολύ νεότερού του σκηνοθέτη για να πειστεί ο βετεράνος ηθοποιός να υποδυθεί ξανά ένα ρόλο μπροστά στην κινηματογραφική κάμερα.
Σχεδόν μισό αιώνα μετά την τελευταία του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη, περίπου δυόμιση δεκαετίες από τότε που έπεσε η αυλαία της θεατρικής του καριέρας και δεκαεπτά χρόνια μετά την προβολή του τελευταίου από τα 3457 επεισόδια της «Λάμψης», μιας σειράς που -δεδομένου ότι η τηλεθέασή της άγγιξε επίπεδα που από τότε δεν έχει πλησιάσει άλλη καθημερινή- θα ήταν μόνο μικρή υπερβολή να πούμε ότι την παρακολουθούσε όλη η Ελλάδα, χαρίζοντάς του χρήματα και δόξα, αλλά κοστίζοντας του ψυχική γαλήνη και «κύρος» στα μάτια μερίδας του κόσμου, η ήδη πολυσυζητημένη ερμηνεία του Χρήστου Πολίτη στο “Broadway” δεν σηματοδοτεί την επιστροφή στα πράγματα ενός εμβληματικού και εν μέρει παρεξηγημένου ηθοποιού που τελικά είχε λείψει πολύ από τον κόσμο.
Όχι, είναι η έγκριτη ολοκλήρωση του κύκλου μιας καριέρας που είχε ξεκινήσει, και μάλιστα με μία βραβευμένη ερμηνεία, από τον κινηματογράφο. Είναι το κύκνειο άσμα του, όπως λέει ο Χρήστος Πολίτης στη μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλώντας με ζέση για όλη του τη ζωή. Και για όσα έχει κάνει ως ηθοποιός (τα καλλιτεχνικά ή/και εμπορικά ζενίθ και ναδίρ) και για όσα πιστεύει ως άνθρωπος (όπως την αποστροφή του για την εκκλησία και -κυρίως- τους κακοποιητές συναδέλφους του).
“Η σεμνότητα είναι μεγάλο προσόν. Η σοβαρότητα επίσης. Η αγωνιστικότητα και το πάθος να υπηρετήσεις αυτό που πιστεύεις, να μην τσιγκουνευτείς να ξοδέψεις την ψυχή σου, την ύπαρξη σου ολόκληρη, αυτά είναι σημαντικά πράγματα. Ειλικρινά ποτέ δεν ήθελα να γίνω σταρ”. λέει στο Magazine
Όλοι ξέρουμε ότι δεν τη γλίτωσε.
“Τη μέθεξη που υπήρχε μεταξύ εμού με το κοινό, δεν θα την αντικαθιστούσα με το οποιοδήποτε Χόλιγουντ. Σκεφτόμουν ότι αν πήγαινα εκεί, θα έπεφτα με τα μούτρα στα ναρκωτικά και στα κρεβάτια. Δεν μου έλεγαν τίποτα όλα αυτά.”/ Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος.
Κύριε Πολίτη, πώς νιώθετε βλέποντας ξανά μετά από τόσα χρόνια τον εαυτό σας στη μεγάλη οθόνη;
Είχα αγωνία γιατί στα γυρίσματα δεν είδα ούτε ένα πλάνο. Το ζήτησα για να δω πώς γράφω. Δεν επιτρεπόταν και ως καλός μαθητής έπρεπε να υπακούσω. Ευτυχώς πήγαν όλα καλά. Έκανα την τελευταία μου ταινία πριν από 47 χρόνια. Ήταν «Ο αστερισμός της Παρθένου» της Φίνος Φιλμ. Μετά είπα ότι δε γουστάρω άλλο το «σταριλίκι» του κινηματογράφου, με ενδιέφερε το θέατρο. Έτσι δημιούργησα το Απλό Θέατρο. Ήταν τότε η πτώση της χούντας και ήθελα να κάνω καλό θέατρο στην επαρχία. Μέχρι τότε όλοι οι σταρ πήγαιναν στην επαρχία για να τα κονομήσουν, να εξαργυρώσουν τη διασημότητα τους. Εγώ αυτά δεν τα ήθελα. Τα έβρισκα σαχλά. Είναι εκμετάλλευση του κοινού να λες πέντε-έξι ανέκδοτα για να τα κονομήσεις. Το πρώτο έργο που ανέβασα ήταν το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Άρθουρ Μίλερ, ο οποίος είχε απαγορεύσει να παίζονται τα έργα του κατά τη διάρκεια της χούντας. Με το που έπεσε, επετράπη. Πήρα την άδεια και το ανέβασα.
Και περιοδεύατε σε όλη την Ελλάδα;
Από το Νευροκόπι μέχρι την Κρήτη. Ο στόχος μου, όπως είπα, ήταν να κάνω ποιοτικό θέατρο στην επαρχία. Ακριβώς επειδή δεν ήμουν απλά ένας ηθοποιός του περιφερειακού θεάτρου, αλλά ήμουν ο Χρήστος Πολίτης, σκέφτηκα ότι όλο αυτό θα τραβούσε και άλλους ομότιμους, ας πούμε. Δηλαδή γιατί να στερείται η επαρχία του καλού θεάτρου; Αλλά δεν ακολούθησε κανείς. Το δεύτερο έργο που παρουσίασα ήταν το «Η ζωή είναι ένα όνειρο» του Καλντερόν δε λα Μπάρκα. Ο Λόρκα είχε κάνει ένα θίασο με φοιτητές, τον λεγόμενο «La Baracca» («Η Παράγκα»), και το έπαιζε σε όλη την επαρχία της Ισπανίας. Δύσκολο έργο, με σκηνικά του Βασίλη Φωτόπουλου. Δεν είχε παιχτεί ποτέ στην Ελλάδα. Πήρα και τη Δανδουλάκη μαζί μου, τον σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενο Παρτσαλάκη, τέλος πάντων ήταν μια αξιόλογη δουλειά.
Το κοινό στην επαρχία πώς υποδέχτηκε αυτές τις δύσκολες, όπως λέτε, παραστάσεις εκείνη την εποχή;
Σχεδόν παραξενεύτηκε. Πω πω τι είναι αυτό που μας έφερε ο Πολίτης, έλεγαν. Μιλάμε για το ’76 πια. Σε μερικές περιοχές συναντήσαμε δυσκολίες. Περίμεναν τον Πολίτη, τον ήρωα των πολεμικών ταινιών, τον γόη, τον ωραίο, τον ζεν πρεμιέ κλπ. Εμένα δεν με ενδιέφεραν αυτά. Γι’ αυτό δεν δέχτηκα ποτέ να κάνω ένα «Θίασο Χρήστου Πολίτη». Το θέατρό μου λεγόταν «Απλό Θέατρο». Το όνομά μου ήταν το τελευταίο πράγμα που με ένοιαζε.
Ήσασταν όμως ήδη διάσημος.
Αν όλα αυτά δεν μου προκαλούσαν απέχθεια, θα είχα ακολουθήσει άλλη πορεία. Για παράδειγμα, το ’72 έπαιξα «Ορέστεια» στην Επίδαυρο. Στους θεατές ήταν ο συγγραφέας Ίρβινγκ Στόουν, ο οποίος γοητεύτηκε από μένα, έγραψε ότι η μεγάλη επιτυχία της παράστασης οφείλεται προφανώς στο Εθνικό Θέατρο αλλά και στον λαοφιλή νεαρό πρωταγωνιστή κλπ. Μου πρότεινε να συνεργαστώ με έναν Αμερικανό μάνατζερ, ο οποίος υποστήριζε ότι αυτός ο Έλληνας δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους αντίστοιχους δικούς μας, ότι θα μπορούσα δηλαδή να περάσω στην Αμερική ως κάτι παραπάνω από ένας «ειδικός», μεσογειακός ρολίστας. Ήταν δελεαστικό αλλά αρνήθηκα γιατί σκέφτηκα το εξής: εκείνο το χρόνο έπαιξα στην Επίδαυρο που τότε ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση. Έπαιζαν Παξινού, Μινωτής, Συνοδινού, Κατράκης, όλοι αυτοί. Η απήχηση που είχα, ή μάλλον η επικοινωνία με τον κόσμο, ήταν πολύ σημαντική. Ήμουν πρωτόβγαλτος ηθοποιός, μόλις τριών χρόνων, ο πρώτος νεαρός που έπαιξε «Ορέστεια». Μπράβο Πολίτη, φώναζε ο κόσμος. Όχι το μπράβο, αλλά τη μέθεξη που υπήρχε μεταξύ εμού με το κοινό, δεν θα την αντικαθιστούσα με το οποιοδήποτε Χόλιγουντ. Σκεφτόμουν ότι αν πήγαινα εκεί, θα έπεφτα με τα μούτρα στα ναρκωτικά και στα κρεβάτια. Δεν μου έλεγαν τίποτα όλα αυτά.
Εμένα δεν με μάγεψε ποτέ τίποτα. Ή μάλλον το μόνο που με μάγευε και με μαγεύει ακόμη είναι να συναντώ ανθρώπους που έχουν ταλέντο. Τότε συγκινούμαι πραγματικά. Θα ανοίξω μια παρένθεση, αν δεν έχετε αντίρρηση, γιατί σε λιγότερο από 100 μέρες θα γίνω 80 χρόνων.
Παρακαλώ. Σας συγκινεί αυτό το επερχόμενο γεγονός;
Πολλά από όσα συμβαίνουν τώρα, όπως και τότε, μου φαίνονται αποκρουστικά. Όταν ξεκίνησα είχαμε Χούντα, κάτι αδιανόητο για μένα. Δούλευα όμως. Δεν πήρα το καριοφίλι να κάνω αντίσταση. Η θέση μου ήταν να πω κάτι στον κόσμο με την έκφραση μου. Απόδειξη είναι το ότι ανέβασα το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», ένα αντιπολεμικό έργο. Μετά ανέβασα του Καλντερόν δε λα Μπάρκα που είχε να κάνει με την εξουσία. Μετά ανέβασα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς. Έχω κάνει μια μεγαλούτσικη διαδρομή στη ζωή -δεν εννοώ πώς έζησε το τομάρι μου, αλλά τα βήματα μου μέσα σε μια μεγάλη πραγματικότητα- και μια μεγάλη διαδρομή στο χώρο της τέχνης. Άρα κάτι ξέρω.
ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
Καταλαβαίνω ότι γίνατε ηθοποιός πρώτα και κύρια για να παίξετε στο θέατρο. Αν και στο ξεκίνημα σας ήταν μια κινηματογραφική ερμηνεία που σας χάρισε βραβείο.
Η πρώτη μου ταινία ήταν το «Κορίτσι του 17», το 1969 και πήρα βραβείο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και στο θέατρο με τον πρώτο μου ρόλο στο «Τσάι και Συμπάθεια» έγινε ντόρος στην Αθήνα. Εκεί με είδε ο Μουσούρης και με πήρε για τρία χρόνια στο θέατρό του που τότε, κοινωνικά, ήταν το ανώτερο στην ιεραρχία της Αθήνας. Από εκεί με κάλεσε το Εθνικό να παίξω τον Ορέστη, πήγαμε και στο Λονδίνο όπου έτυχα θερμής υποδοχής.
Άρα η καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία ήρθαν και γρήγορα και ταυτόχρονα.
Κανονικά, λένε, πρέπει να ανέβεις σιγά σιγά τα σκαλοπάτια. Σαχλαμάρες. Αν μπορείς, μπορείς. Αν δεν μπορείς, δεν μπορείς. Εμένα με είδαν από το Εθνικό στο Μουσούρη και μου είπαν: Μπορείς να παίξεις το ρόλο; Μπορώ, λέω. Κι όταν πω εγώ μπορώ, θα φάω τα λυσσακά μου, θα θυσιαστώ απόλυτα, αλλά θα τα καταφέρω. Με πολύ μεγάλο πάθος και αγάπη, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Μάλιστα στην Αγγλία λέγανε ότι ο Πολίτης είναι αποκάλυψη, ενώ την ίδια παράσταση παίξαμε μετά σε Ουγγαρία, Πολωνία κλπ. Ήταν πολύ σημαντικά αυτά γιατί επρόκειτο για θέατρο. Οπότε ο κινηματογράφος μου φαινόταν κάτι ρηχό και λίγο. Δεν με ενδιέφερε να κυκλοφορώ στο δρόμο και να μοιράζω αυτόγραφα. Δεν μου πήγαινε. Θυμάμαι μια μέρα ήμουν σε ένα ταξί. Τότε δεν υπήρχαν πλαίσια για διαφημιστικές γιγαντοαφίσες. Τις έβαζαν στους φράχτες έξω από τις οικοδομές. Βλέπω λοιπόν μια γιγαντοαφίσα με ένα πρόσωπο φοβερό και τρομερό. Ωραίος ο μπαγάσας, σκέφτομαι. Η πλάκα είναι ότι το όνομα μου είναι Χρήστος Πιατουλάκης. Το άλλαξα γιατί ο Μινωτής με έλεγε «αυτός ο Κρις με το κακόηχο όνομα». Το έκανα Πολίτης. Δεν έχει ρίζες κάπου. Πολίτης του κόσμου. Πολίτης της Ελλάδας. Ένας απλός πολίτης. Άργησα λοιπόν να συνειδητοποιήσω ότι ο Πολίτης στη γιγαντοαφίσα είμαι εγώ.
Και πώς νιώσατε εκείνη τη στιγμή;
Ήταν ένα φοβερό σοκ να βλέπω ξαφνικά τη μάπα μου σε γιγαντοαφίσες.
Το ότι δεν πήραν, όπως λέτε, τα μυαλά σας αέρα σε εκείνη την ηλικία έχει να κάνει και με το πώς σας είχαν μεγαλώσει οι γονείς σας;
Παραδείγματα για μένα ήταν οι σημαντικοί δάσκαλοι που συνάντησα στην πορεία μου, όπως ο Άγγελος Τερζάκης, αυτή η μεγάλη μορφή, η Παξινού, η οποία οριοθετούσε τα πράγματα, έλεγε «αυτοί είναι οι στόχοι σου», η Συνοδινού, η οποία ήταν μια ντίβα της αρχαίας τραγωδίας -θυμάμαι έμπαινε στην τάξη με ένα βιζόν παλτό και διχτυωτές πράσινες κάλτσες, άφηνε τη γούνα στην καρέκλα και έπαιζε Ηλέκτρα. Όταν γνωρίζεις έτσι τους αρχαίους τραγικούς, τα κείμενα αυτά δεν μοιάζουν με τα σενάρια ταινιών. Κάτι άλλο συμβαίνει. Όταν ο Τερζάκης έκανε ανάλυση δραματολογίας σε Τσέχοφ ή Σέξπιρ και μιλούσε για το μηχανισμό και τα γρανάζια της εξουσίας, πάθαινες πλάκα.
Ως θεατής πότε είδατε πρώτη φορά θέατρο;
Κοιτάξτε, αποφάσισα να γίνω ηθοποιός χωρίς να έχω δει ποτέ θέατρο. Σχεδόν ούτε κινηματογράφο, μας το απαγόρευαν. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κρήτη. Τελείωσα τις γυμνασιακές σπουδές, αλλά θέατρο δεν είχα δει. Σημειωτέον, μέχρι τα 16 μου ήμουν ένα τέρας ασχήμιας – θα καταλάβετε γιατί σας το λέω. Είχα τεράστιο κεφάλι, με μια φωνή σαν πατημένο γατί και ήμουν κοντός, δηλαδή στην παρέλαση με έβαζαν στην τελευταία τριάδα της τρίτης τάξης ακόμη κι όταν πήγαινα στην έκτη. Όλως παραδόξως μέσα σε ένα χρόνο ψήλωσα περισσότερο απ’ όλους και ξαφνικά ήμουν ο ωραίος του Ηρακλείου. Τότε ένας συμμαθητής μου ήρθε στην Αθήνα για να γίνει σκηνοθέτης. Κάποια στιγμή κατέβηκε στην Κρήτη για να πουλήσει ένα σπίτι και να βάλει χρήματα σε μια ταινία. Τρέξαμε όλοι να τον δούμε γιατί ήταν ο πρώτος από την παρέα που είχε πάει στην Αθήνα. Βλέποντας με μου λέει: Ρε ’σύ, είσαι ωραίος. Ε και; του απαντάω. Θα γίνεις ηθοποιός, με μένα σκηνοθέτη θα σκίσουμε, μου λέει. Δεν τον πίστεψα αλλά ήθελα πολύ να έρθω στην Αθήνα, οπότε το είπα στους γονείς μου.
Πώς το πήραν;
Δηλαδή θα πας να γίνεις αλήτης, μου λέει ο πατέρας μου. Με στήριξε η αδερφή μου και ήρθα στην Αθήνα αλλά απογοητεύτηκα τότε από τον τρόπο ζωής εδώ και μετά από λίγο επέστρεψα στο Ηράκλειο. Έπληττα όμως εκεί. Επίσης τότε συνδέθηκα με μια κυρία και έγινε ένα σκάνδαλο στη μικρή κοινωνία του Ηρακλείου.
Να υποθέσω ότι ήταν μεγαλύτερη σας;
Πολύ. Τελειώνοντας το σχολείο -εμπορική σχολή λεγόταν τότε, όχι γυμνάσιο- δούλεψα σε ένα φοροτεχνικό γραφείο. Ο ιδιοκτήτης είχε δύο κόρες και μια πολύ όμορφη γυναίκα, Κρεολή, 37 χρονών τότε. Πιάνοντας δουλειά είπα στον εαυτό μου: Χρήστο, μακριά από τις κόρες, πρέπει να σεβαστείς το αφεντικό. Έπιασα δουλειά 1 Οκτωβρίου. Στις 18 Οκτωβρίου είχα γίνει εραστής της κυρίας. Το γραφείο ήταν στη μία άκρη ενός δρόμου γεμάτου με γραφεία, και το σπίτι στην άλλη. Όλοι το πήραν μυρωδιά και ήξεραν ότι κατά τις 10 ο νεαρός του γραφείου φεύγει για εξωτερικές δουλειές και μπαίνει στο σπίτι της κυρίας. Μάλιστα η κυρία μου έδινε ένα ποτήρι γάλα, ένα λικέρ, καθόμασταν σε ένα καναπέ και γίνονταν αυτά που καταλαβαίνετε. Άρχισε να συζητιέται ευρέως στο Ηράκλειο όλο αυτό. Δεν φαντάζομαι αυτή η πόρνη να σε έριξε στο κρεβάτι, έλεγε η μάνα μου. Αυτή με κυνηγούσε, ήταν ερωτευμένη μαζί μου, όμως εγώ ήμουν ερωτευμένος με μια κοπέλα που ήταν ένα χρόνο μικρότερη από μένα, ήταν η ωραία του Ηρακλείου. Κάθε Κυριακή όλος ο κόσμος κυκλοφορούσε στο λεγόμενο νυφοπάζαρο της πόλης, στην πλατεία Ελευθερίας. Εκείνη με «σωματοφύλακες» τις φίλες της κι εγώ με τους συμμαθητές μου. Είχα γραμματέα εγώ, γραμματέα εκείνη και ανταλλάσσαμε ένα βιβλίο όπου γράφαμε επιστολές ο ένας στον άλλο. Το έμαθε όμως η Κρεολή κυρία και άρχισε να γίνεται ασφυκτική η κατάσταση. Δεν άντεχα άλλο και έφυγα ξανά για την Αθήνα.
Το πήραν καλύτερα τη δεύτερη φορά οι γονείς σας;
Με στήριξε πάλι η αδερφή μου. Αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη, είπε, δεν θα γίνει αλήτης. Θυμάμαι ένα θείο μου να λέει: Να ήσουν ο Μπάρκουλης, βρε παιδί μου, το καταλαβαίνω, αλλά εσύ θα γίνεις κομπάρσος. Τελικά έδωσα εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Το θυμάμαι σαν τώρα, Μια μέρα μπαίνει ένας στυφός και περίεργος κύριος. Κύριε Μινωτή, να σας γνωρίσω ένα νεαρό κρητικό που θέλει να γίνει ηθοποιός, του λέει αυτός που ήταν στην υποδοχή. Με κοιτάζει λίγο περίεργα ο Μινωτής και του λέω: Εσείς τι δουλειά κάνετε; Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν. Με μισούσε για πολλά χρόνια μετά από αυτό. Ώσπου το ’86 με κάλεσε και μου είπε: Θα σου κάνω την τιμή να σου αναθέσω ένα πολύ σημαντικό ρόλο, τον Αγγελιοφόρο στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», αλλά μη μου ζητήσεις πολλά λεφτά. Τα λεφτά ποτέ δεν με ενδιέφεραν. Έτσι συνεργάστηκα με τον Μινωτή στην Επίδαυρο και είδα το μέγεθος του ηθοποιού. Μάλιστα, τότε είχε γραφτεί πολύ σωστά ότι ο Μινωτής είχε φτάσει στο επίπεδο του Σοφοκλή. Όταν λοιπόν παίζεις πλάι στον Μινωτή, πού αλλού να πας; Έχεις δει το θαύμα. Να με συγκινήσει το Χόλιγουντ; Όχι. Με συγκινούσε ο Μινωτής.
Ο ηθοποιός όταν παίζει νιώθει τα ρευστά της πλατείας, του κοινού, να ενώνονται με τα δικά του. / Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος
Είπατε ότι τα λεφτά δεν υπήρξαν ποτέ για εσάς αυτοσκοπός. Το χειροκρότημα;
Ούτε το χειροκρότημα. Ο ηθοποιός όταν παίζει νιώθει τα ρευστά της πλατείας, του κοινού, να ενώνονται με τα δικά του. Αν παίξεις στο θέατρο της Επιδαύρου νιώθεις αυτή την επαφή, το πώς ο κόσμος εισπράττει ό,τι εκπέμπεις, το οποίο δεν είναι μόνο ο λόγος του ποιητή, είναι ο λόγος της ψυχής σου. Τι θέλεις να πεις, γιατί, πού απευθύνεσαι, τι επανάσταση κάνεις; Κάνεις κάτι ή απλώς βγαίνεις και περιφέρεις το ωραίο σου κορμάκι; Θυμάμαι στην πρεμιέρα της «Ορέστειας» ήταν και η φίλη μου η Ντίνα Κώνστα και μόλις τελείωσε η παράσταση μου είπε το εξής: Δεν ξέρω αν είσαι καλός ή κακός ηθοποιός. Δεν ξέρω αν έπαιξες καλά ή κακά τον Ορέστη. Ένα όμως ξέρω: έπαιζες και ένιωθα ότι άγγιζες τον Θεό.
Πώς καταλαβαίνει ένας ηθοποιός ότι αυτό που κάνει πάνω στη σκηνή έχει πετύχει, αν όχι με το χειροκρότημα;
Απλά το νιώθεις. Μπορεί να είσαι σε μια αίθουσα χιλίων θέσεων και να νιώθεις ότι κάποιος στο βάθος έχει πάθει κάτι με αυτό που κάνεις. Το εισπράττεις.
Έχει τύχει να παίξετε σε άδεια θέατρα;
Μια και δυο φορές; Πολύ συχνά. Είναι άσχημη εμπειρία. Πχ το ‘94 έπαιζα στην παράσταση «Άννα Καρένινα» με τη Μιμή Ντενίση στο Θέατρο Ακροπόλ και σταματούσε η κυκλοφορία στην Ιπποκράτους. Ήταν και η εποχή που έκανα τον Γιάγκο Δράκο. Την επόμενη χρονιά μου πρότεινε ο Λιβαδάς να ανεβάσουμε τους «Αδερφούς Καραμαζόφ» του Ντοστογέφσκι και μάλιστα με έναν Ουκρανό σκηνοθέτη. Στη διανομή ήταν και ο Τίτος Βανδής, η Τάνια Τρύπη και ο βιαστής, ο Λιγνάδης. Παραπάνω από 13 θεατές δεν είχαμε σε καμία παράσταση.
Η ΛΑΜΨΗ
Παρά το γεγονός ότι εσείς τότε κάθε απόγευμα «μπαίνατε» σε κάθε σπίτι της χώρας με τη «Λάμψη»;
Χαμός γινόταν, δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω. Όμως το θέατρο Βέμπο στο μυαλό του κόσμου ήταν χώρος επιθεώρησης. Επίσης ο Πολίτης ήταν για τον κόσμο πια ο Γιάγκος Δράκος. Ντοστογέφσκι, Βέμπο, Γιάγκος Δράκος, Πολίτης, κάτι δεν τους κόλλαγε, ήταν έξω από την αντίληψη τους. Είναι να τρελαίνεσαι. Την επόμενη χρονιά δεν έκανα θέατρο γιατί είχα σοκαριστεί. Όταν ήμουν μικρός, ξέρετε, είχα δει μια ταινία που λεγόταν «Το λιοντάρι του χειμώνα» με Πίτερ Οτούλ και Άντονι Χόπκινς και σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να ανεβάσω κάποια στιγμή αυτό το έργο. Το πρότεινα στον Κοραή Δαμάτη. Έγινε ένας θίασος με την Αντιγόνη Βαλάκου -πολύ μεγάλη ηθοποιός- ανέβηκε μία πολύ ωραία παράσταση, κατά κάποιους ήταν η πιο ολοκληρωμένη μου ερμηνεία. Πάλι τα ίδια: 13 θεατές. Άντεξα μέχρι τον Φεβρουάριο και είπα στον σκηνοθέτη: Δεν πάει άλλο, δεν γίνεται, δεν θέλει ο κόσμος, τι να κάνουμε; Έτσι αποχαιρέτησα το θέατρο. Όχι απλώς με μία αποτυχία. Αλλά με μία παταγώδη αποτυχία.
Ο Πολίτης ήταν για τον κόσμο πια ο Γιάγκος Δράκος. Ντοστογέφσκι, Βέμπο, Γιάγκος Δράκος, Πολίτης, κάτι δεν τους κόλλαγε, ήταν έξω από την αντίληψη τους. Είναι να τρελαίνεσαι. Την επόμενη χρονιά δεν έκανα θέατρο γιατί είχα σοκαριστεί.
Πότε συνήλθατε από όλο αυτό;
Κοιτάξτε, ο ηθοποιός ξέρει τι είναι αυτό που κάνει. Ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι ο μέγιστος των ηθοποιών, όπως κάποιοι ανόητοι που περιφέρονται και λένε ότι είναι οι καλύτεροι των τελευταίων 100 χρόνων ή της γενιάς τους. Ξέρετε πόσα τέτοια νούμερα κυκλοφορούν; Όλα αυτά τα καταπληκτικά πνευματικά όντα, που νομίζουν ότι έχουν γίνει ξαφνικά θεοί. Γι’ αυτό φέρονται έτσι όπως φέρονται. Είτε λέγονται Κιμούλης, είτε Σπυρόπουλος, είτε Φιλιππίδης, είτε Λιγνάδης. Τους καταδικάζω ασυζητητί όλους αυτούς. Είμαι υπέρ των θυμάτων, πιστεύω απόλυτα στην ειλικρίνειά τους. Γι’ αυτό αντιμετωπίζω με μεγάλη έκπληξη κάποιες αποφάσεις των δικαστηρίων ή τη θέση της έδρας κατά τη διάρκεια της δίκης του Λιγνάδη, ας πούμε, ενώ γινόταν μια αισχρή επίθεση από την υπεράσπισή του προς τα θύματα προκειμένου να τα πανικοβάλλουν και να τα ξεφτιλίσουν. Πώς λοιπόν προστατεύονται οι μάρτυρες και τα θύματα; Αλλά ο ισχυρός τελικά είναι πάνω απ’ όλα.
ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Έπαθε μεγάλη ζημιά το θέατρο από όλες αυτές τις νοσηρές ιστορίες;
Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε κάτι: μας αρέσει να λέμε ότι είμαστε σπουδαίος λαός γιατί συνδεόμαστε με την αρχαιότητα κλπ. Δεν έχουμε καμία σχέση. Αυτό που έγινε στην αρχαιότητα με τον Πλάτωνα δεν έχει τίποτα να κάνει με εμάς. Μπορεί να βλέπουμε σήμερα την Ακρόπολη, αλλά μέχρι εκεί. Η αλήθεια είναι ότι είμαστε ένας λαός που βολεύεται με τα ψίχουλα που του πετάνε κατά καιρούς. Όπως κάνει η σημερινή κυβέρνηση, που κάποιοι λένε ότι είναι η χειρότερη που έχει περάσει ποτέ από την Ελλάδα, αν και αυτή είναι πολύ ήπια έκφραση. Το θέατρο λοιπόν δεν χάνεται, γιατί είναι ένα ολόκληρο σύστημα. Όταν πρωτόβγηκα στο θέατρο, έπαιξα Σέξπιρ σε ένα θέατρο που υπήρχε στην αρχή της Σταδίου, αλλά δεν πληρώθηκα ποτέ. Για μένα τότε σημασία δεν είχε να πληρωθώ αλλά να παίξω και ενδεχομένως έτσι να ξεκινήσω μια καλή πορεία. Αυτό συμβαίνει ακόμη και σήμερα.
Το θέατρο παραμένει ισχυρό γιατί πρώτα απ’ όλα είναι μια πρόκληση για τους ίδιους τους ανθρώπους του, ότι μπορεί το κάθε βήμα να αποτελεί εφαλτήριο για τα επόμενα. Πρόκειται εν μέρει για ψευδαίσθηση την οποία προσωπικά δεν έχω πια γιατί δεν ασχολούμαι. Αυτή την ψευδαίσθηση εκμεταλλεύονται κάποιοι επιτήδειοι. Κάποιοι λένε: Μα κατηγορείτε τον τάδε που είναι πνευματικός άνθρωπος; Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι. Ποιος είπε ότι ο πνευματικά καλλιεργημένος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι εγκληματίας; Έχω ακούσει πολλές μπαρούφες από κάποιους που θέλουν να κολακέψουν όλους αυτούς, δεν αντέχω άλλο. Δυστυχώς όμως η αιτία του κακού βρίσκεται στο σύστημα που τους αναδεικνύει.
Δηλαδή;
Το ’93 είχα συναντηθεί με τον Τάκη Χορν στο Πόρτο Ράφτη. Του είπα πολύ απλά: Σας μισώ για δύο λόγους. Γιατί εγκαταλείψατε το θέατρο. Και γιατί μας φέρατε τον Κιμούλη. Δεν θα έπαιζα ποτέ μαζί του. Μόνο μια φορά τον είδα γιατί έπαιζε μαζί με ένα φίλο μου. Έκανε αίσχη πάνω στη σκηνή, μέχρι τσάμικο χόρευε στο «Ζητείται τενόρος». Αυτός λοιπόν έκανε τον βίο αβίωτο όλων των ηθοποιών. Δεν μπορείς, κύριε, να φέρεσαι με περιφρόνηση και βιαιότητα στους ανθρώπους που δουλεύουν μαζί σου.
Κάποιοι λένε ότι δεν χάλασε και ο κόσμος αν ένας μεγάλος και τρανός σκηνοθέτης ρίξει και κανένα μπινελίκι στους ηθοποιούς του.
Το 1973 ο Τάκης Μουζενίδης, ένας σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης, πήγε στο Εθνικό Θέατρο της Σόφιας να σκηνοθετήσει «Αντιγόνη». Ήταν γνωστός φωνακλάς και απότομος. Ξαφνικά μια ηθοποιός σταματάει την πρόβα και του είπε στα μούτρα: Εμείς κύριε δεν δεχόμαστε αυτή τη συμπεριφορά, μαζέψτε τα λοιπόν και φύγετε. Το χρέος του όποιου ηθοποιού είναι μεγάλο. Όχι να ανέχεται τις κακοήθειες ή την αταλαντοσύνη ενός σκηνοθέτη, αλλά να παίρνει θέση. Μια παράσταση δεν είναι του σκηνοθέτη. Είναι και των ηθοποιών και όλων των συνεργατών στον βαθμό που τους αναλογεί.
Ποιος είπε ότι ο πνευματικά καλλιεργημένος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι εγκληματίας; Έχω ακούσει πολλές μπαρούφες από κάποιους που θέλουν να κολακέψουν όλους αυτούς, δεν αντέχω άλλο.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης ενός ηθοποιού; Ίσως να ξεχάσει τα λόγια του πάνω στη σκηνή;
Είναι κάτι πολύ κακό αν συμβαίνει συχνά, σημαίνει ότι δεν κάνεις για αυτή τη δουλειά. Αν συμβεί μια φορά δεν χάλασε ο κόσμος, το μπαλώνεις.
Μου είπατε νωρίτερα ότι αν και γνωρίσατε νωρίς την επιτυχία δεν χρειάστηκε καν να προσπαθήσετε για να μην πάρουν τα μυαλά σας αέρα. Το ίδιο ισχύει και για την εκκωφαντική τηλεοπτική επιτυχία της Λάμψης όταν πια ήσασταν μεσήλικας;
Καταρχήν είχα κάνει και παλιότερα τηλεόραση.
Ναι, δύο έργα του Ξενόπουλου.
Μπορεί πολύ αργότερα όλη η Ελλάδα να με φώναζε Γιάγκο Δράκο, αλλά παλιότερα με φώναζε Θράσο, από την «Αφροδίτη» του Ξενόπουλου που έκανα το ’77. Δυο χρόνια αργότερα έκανα πάλι Ξενόπουλο, το «Τυχεροί και άτυχοι». Μιλάμε για πολύ μεγάλες επιτυχίες. Μετά σταμάτησα την τηλεόραση γιατί ασχολήθηκα με το θέατρό μου. Και πιο μετά μου έγινε η πρόταση για τη «Λάμψη» από τον Φώσκολο.
Ο οποίος είχε σκηνοθετήσει και την πρώτη σας ταινία το ‘68.
Δεν ήταν ακριβώς η πρώτη μου ταινία. Ο Φίνος ήθελε να μου κάνει ένα δοκιμαστικό και με έστειλαν σε ένα πλατό που γινόταν γύρισμα. Μου λέει ο σκηνοθέτης: αντί να σου κάνουμε ένα δοκιμαστικό που μπορεί να μην το δει κανείς, κάνε ένα πέρασμα στην ταινία που θα τη δουν έτσι κι αλλιώς. Ήταν η «Λεωφόρος του μίσους» με πρωταγωνιστή τον Νίκο Γαλανό. Έπαιζε και η Χρονοπούλου, ο Καζάκος, η Νόνικα Γαληνέα. Εγώ έκανα ένα ζιγκολό που φορούσε φουλάρια. Αυτή ήταν η αισθητική του Φώσκολου, βασικά το φουλάρι.
Η συνεργασία μας με τον Φώσκολο ήταν…καμία. Τους δύο πρώτους μήνες που σκηνοθετούσε, έδειχνε τη Βίρνα ακόμη και σε πλάνα που μιλούσα εγώ. Κάποια στιγμή τον παίρνω τηλέφωνο και του λέω ότι παραιτούμαι. Γιατί; μου λέει. Γιατί μιλάω και δείχνεις μόνο τη Δανδουλάκη. Ναι, λέει, αλλά έχεις μια φωνή που δεσπόζει. Τότε ηχογράφησε τη φωνή μου να τελειώνουμε, του λέω. Πάνω στο κοντρόλ ήταν συνήθως η Βουγιουκλάκη, ο Πλωρίτης και ο Χρονόπουλος, οι οποίοι είχαν συναντήσεις δυο-τρεις φορές την εβδομάδα με τον Φώσκολο για να ελέγχουν τους προστατευόμενούς τους. Ο Γιάγκος Δράκος λοιπόν ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος.
Πώς σας προσέγγισε για τη «Λάμψη;
Δεν με προσέγγισε αυτός. Εκείνη την εποχή η Βουγιουκλάκη είχε πολύ στενές σχέσεις με τον Κυριακού, είχαν κάνει τη σειρά «Και εύθυμη και χήρα» με τον Σπυρόπουλο. Οπότε η «Λάμψη» ήταν άλλη μια ευκαιρία για να παίξει ο Σπυρόπουλος. Ο Φώσκολος σκεφτόταν διάφορα πρόσωπα σύμφωνα με τη δική του αισθητική. Δηλαδή ο Φώσκολος ήταν τύπος που έβλεπε σε μια βιτρίνα ένα σακάκι λαμέ ψαροκόκαλο κι αγόραζε δυο-τρία. Τέτοια φόραγε. Ήθελαν τον Σπυρόπουλο και για κάποιο λόγο -δηλαδή γιατί ήταν ο Διαγόρας Χρονόπουλος τότε στο παιχνίδι- την Κούρκουλα. Στη Βουγιουκλάκη και τον Χρονόπουλο δεν πήγαινε, ας πούμε, η Τόνια Καζιάνη για το ρόλο της Βίρνας ή ο Ερρίκος Μπριόλας για το ρόλο του Γιάγκου Δράκου. Δεν ήθελαν ούτε τον Αλεξανδράκη, ούτε τον Αντωνόπουλο, ούτε τον Βόγλη, όλους αυτούς που είχαν μια ηλικία κλπ. Χρόνια μετά σε μια δεξίωση ο ίδιος ο Κυριακού μου αποκάλυψε ότι η Βουγιουκλάκη πρότεινε να παίξω εγώ το ρόλο του Γιάγκου. Κάπως προτάθηκε και η Κάτια Δανδουλάκη. Άρα εμείς ήμασταν «φορετοί» στη «Λάμψη» και έπρεπε να μας αποδεχθεί ο Φώσκολος. Ο οποίος δεν με συμπάθησε ποτέ.
Η συνεργασία μας ήταν…καμία. Τους δύο πρώτους μήνες που σκηνοθετούσε, έδειχνε τη Βίρνα ακόμη και σε πλάνα που μιλούσα εγώ. Κάποια στιγμή τον παίρνω τηλέφωνο και του λέω ότι παραιτούμαι. Γιατί; μου λέει. Γιατί μιλάω και δείχνεις μόνο τη Δανδουλάκη. Ναι, λέει, αλλά έχεις μια φωνή που δεσπόζει. Τότε ηχογράφησε τη φωνή μου να τελειώνουμε, του λέω. Πάνω στο κοντρόλ ήταν συνήθως η Βουγιουκλάκη, ο Πλωρίτης και ο Χρονόπουλος, οι οποίοι είχαν συναντήσεις δυο-τρεις φορές την εβδομάδα με τον Φώσκολο για να ελέγχουν τους προστατευόμενούς τους. Ο Γιάγκος Δράκος λοιπόν ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος. Μια μέρα όμως με έπιασαν αγκαζέ ο Κυριακού από τη μία και ο Φώσκολος από την άλλη και μου λένε: Η Δανδουλάκη είναι να φύγει, εσύ κρατάς τη σημαία. Ακόμη κι όταν πεθάνω, λέει ο Φώσκολος, έχω σενάρια στο συρτάρι μου για 30 χρόνια. Αν φύγεις, η «Λάμψη» θα κατεβάσει ρολά. Σε σένα στηριζόμαστε. Αυτή η κουβέντα έγινε το ’96. Έμεινα ως το 2005. Η Δανδουλάκη έφυγε το ’98.
Πότε αντιληφθήκατε την επιτυχία της Λάμψης;
Από την αρχή. Μπορεί να μην έβγαινα πολύ έξω, αλλά το καταλάβαινα από τις αντιδράσεις του κόσμου.
Τα γυρίσματα ήταν εύκολη ή δύσκολη υπόθεση;
Παίρναμε το σενάριο το βράδυ και γυρίζαμε την επομένη. Κάθε πρωινό μου ήταν τραγικό. Έβριζα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι μαλακίες έγραφαν. Εγώ και η Δανδουλάκη είχαμε δικαίωμα να διορθώνουμε το κείμενο. Εκείνη ερχόταν στο γύρισμα και το κείμενο της ήταν όλο γεμάτο blanco. Εγώ από την αρχή είπα ότι δεν θα αλλάξω ούτε ένα «και». Είμαι ηθοποιός, όχι σεναριογράφος, δεν θα κάνω και αυτή τη δουλειά. Ο αγώνας μου λοιπόν ήταν να κάνω ό,τι μπορούσα για αυτό το ρόλο. Ένα στοιχείο που έβαλα στον Γιάγκο Δράκο ήταν το ερωτικό. Δεν εννοώ σεξουαλικό, αλλά το πώς βλέπεις τον κόσμο. Δεν έχω παίξει ποτέ μου με τεχνική, δεν ξέρω τι σημαίνει, με την έννοια της μανιέρας, να βγάζεις από την τσέπη μια συνταγή. Όχι, τίποτα από όλα αυτά, το μόνο που έκανα ήταν να αντιμετωπίζω ερωτικά ακόμη και μια καρέκλα που είχα απέναντι μου. Αυτό θεωρώ ότι πέρασε στον κόσμο.
Πώς αντέχατε όμως να πηγαίνετε στη δουλειά αφού κάθε πρωί ανεβάζατε πίεση από τα νεύρα;
Μόνο πίεση; Τι να πρωτοπούμε για αυτό το σενάριο. Θα σας θυμίσω κάτι απλό: Ο Γιάγκος Δράκος, αυτός ο μεγιστάνας, ένα βράδυ αναγκάζεται να κοιμηθεί στο γραφείο του, που έχει ένα καναπεδάκι και είναι σαν ένα μεσιτικό γραφείο της σειράς στο Αιγάλεω. Ξυπνάει το πρωί, ανοίγει μια πόρτα που υποτίθεται ότι είναι το μπάνιο, ρίχνει νερό στα μούτρα του, ξυρίζεται με το BiC, μετά βγάζει μια ψωροκολώνια από το συρτάρι, παίρνει ένα καμινέτο και φτιάχνει τον καφέ του. Και σκέφτεσαι: Βρε μαλάκα, όλη μέρα είσαι στου Κυριακού το μέγαρο, το γραφείο του είναι 800τμ, έχει από τραπεζαρία μέχρι γυμναστήριο. Και ο Γιάγκος Δράκος φτιάχνει καφέ στο καμινέτο; Οπότε λες: Άι στο διάολο, δεν μπορώ να το παίξω αυτό. Τέτοιο ήταν το επίπεδο. Ο Φώσκολος έπαιρνε πάρα πολλά χρήματα από τη «Λάμψη». Είχε ανθρώπους που έγραφαν τα σενάρια, αυτός έστελνε μόνο το σκελετό.
Οι ηθοποιοί δεν βγάλατε πολλά χρήματα από όλη αυτή την ιστορία;
Προφανώς το έκανα για τα λεφτά. Δεν είχα μία γιατί τα είχα ρίξει όλα στο Απλό Θέατρο που τότε ήταν πίσω από το Πάντειο, όπου ανέβαζα ποιοτικά έργα. Έφτασα όμως να παίρνω από τη μάνα μου χρήματα για τσιγάρα και βενζίνη. Και υποτίθεται ότι ήμουν γνωστός πρωταγωνιστής. Αποφασίζω λοιπόν να κάνω τη «Λάμψη». Χρήστο, παραπάνω από 1.100.000 δρχ δεν μπορούμε να σου δώσουμε, μου λένε. Μάλλον με δουλεύουν, σκέφτηκα, όταν άκουσα το ποσό. Ήταν αστρονομικό για μένα. Δηλαδή αν μου έλεγαν 100.000 το μήνα πάλι θα μου φαίνονταν πολλά.
Πόσο παίρνει η Δανδουλάκη; τους ρωτάω. Λίγο παραπάνω από σένα, μου λένε. Καλά λέω, ας της κάνουμε τη χάρη, γιατί μέχρι τώρα ό,τι έχουμε κάνει μαζί, είμαι πρώτο όνομα εγώ. Έλα όμως που σύντομα μαθαίνω ότι η Δανδουλάκη δεν παίρνει 50.000 παραπάνω, αλλά συνολικά 2.000.000 και βάλε. Με απειλή παραίτησης με πάνε στο 1,5 εκατομμύριο. Αλλά αργότερα μαθαίνω ότι η Δανδουλάκη παίρνει 3.000.000 τελικά. Η «Λάμψη» εν τω μεταξύ είχε τεράστια επιτυχία, τα έσοδα του ΑΝΤ1 ήταν τρομακτικά. Ήμουν δηλαδή ριγμένος, όχι όμως μόνο οικονομικά. Εξαρχής η Δανδουλάκη είχε θέσει όρο να είναι στους τίτλους: «Η Λάμψη με την Κάτια Δανδουλάκη». Ήθελε να μπει πρώτο όνομα. Άντε, λέω εγώ, ας μπει μετά «και ο Χρήστος Πολίτης». Όχι, μου λένε, δεν θέλει κανένα πλάι της. Κι εγώ που πάω; ρωτάω.
Μετά, μου λένε, θα είναι ως εξής: Πρωταγωνιστούν Κώστας Σπυρόπουλος, Ελένη Κούρκουλα. Αν είναι δηλαδή δυνατόν δύο νέοι ηθοποιοί, μόνο και μόνο επειδή ήταν ο ένας προστατευόμενος της Βουγιουκλάκη και η άλλη σύζυγος του Χρονόπουλου. Αφήστε το, μην το βάλετε πουθενά το όνομα μου, τους λέω. Όχι, μου λένε, θα σας βάλουμε γκεστ σταρ. Μάλλον δεν ξέρετε τι σημαίνει γκεστ σταρ, τους λέω. Ένας βασικός ήρωας σε ένα σίριαλ δεν είναι γκεστ σταρ. Μην το βάλετε πουθενά, τους λέω, αν χρειαστεί να το μάθει ο κόσμος θα βγω έξω με πλακάτ που θα λέει: «Είμαι ο Χρήστος ο Πολίτης και παίζω σε αυτή τη σειρά». Για να το πιστέψουν δηλαδή (σ.σ. τελικά το όνομα του είναι το τέταρτο, μετά τους Κάτια Δανδουλάκη, Κώστα Σπυρόπουλο, Ελένη Κούρκουλα, που εμφανίζεται στους τίτλους αρχής ως εξής: Στο ρόλο του Γιάγκου Δράκου ο Χρήστος Πολίτης).
Δεν είχε το παραμικρό καλλιτεχνικό ενδιαφέρον για εσάς η «Λάμψη»;
Όχι. Απλώς ήταν μια αφορμή να αγωνιστώ σαν ηθοποιός. Ήταν αγωνιστικός στίβος, που λένε. Όπως αντιμετώπισα τους μεγάλους ρόλους του θεάτρου, έτσι αντιμετώπισα και τον Γιάγκο Δράκο.
Στην καριέρα ενός ηθοποιού η πρωταγωνιστική παρουσία σε μια τόσο επιτυχημένη σαπουνόπερα κάνει καλό τελικά;
Και το ωραιότερο πράγμα του κόσμου αν το βλέπεις συνέχεια, θα το βαρεθείς, θα πεις άι σιχτίρ, σε χόρτασα. Θέλω να πιστεύω όμως ότι για μένα δεν το είπε ο κόσμος γιατί είχα αυτή την πρωτογενή ερμηνεία κάθε φορά, δηλαδή ήξεραν ότι αυτό που κάνω σήμερα δεν το έκανα χθες, ούτε θα το κάνω αύριο. Αλλά είναι παγίδα όλο αυτό.
Ως προς την τυποποίηση;
Ε, βέβαια. Όμως ο κόσμος έχει ένστικτο. Βλέπει, εμπιστεύεται, σέβεται, κάποιοι του λείπουν, άλλοι όχι. Αυτό μου έλεγαν στην πρεμιέρα του «Broadway»: Μας λείπετε, α σας δούμε σε άλλη ταινία; Ρε παιδιά, κοντεύω 80 χρονών. Τόπος στα νιάτα.
“Πάντα ήμουν σεμνός. Η σεμνότητα είναι μεγάλο προσόν. Η σοβαρότητα επίσης.” /
Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος
ΓΙΑΤΙ ΕΠΑΙΞΑ ΣΤΟ “BROADWAY”
Δεν υπάρχει όμως και για εσάς μια κάποια φόρτιση εφόσον παίζετε σε ταινία μετά από σχεδόν μισό αιώνα;
Για την ακρίβεια 47 χρόνια. Από το θέατρο σταμάτησα το 1998 και από τη «Λάμψη» το 2005. Δηλαδή σταμάτησα γενικά τη δουλειά πριν από 17 χρόνια. Θες από θέμα αισθητικής; Δεν ξέρω. Όσο για τις προτάσεις, έχει σημασία από πού προέρχονται και τι σημαίνουν επί της ουσίας.
Δεν σας έλειψε η δουλειά καθόλου όλα αυτά τα χρόνια;
Όχι, καθόλου. Είναι μεστή η πορεία μου και η ψυχή μου γεμάτη. Δεν μου λείπει κάτι. Και τον Ορέστη έχω παίξει, και τον Ρωμαίο έχω παίξει, και ποιον δεν έχω παίξει. Τι να ονειρευτώ να παίξω τώρα; Όσο για την τηλεόραση, απλά δεν ήθελα να ξανακάνω. Ήταν μεγάλη ψυχική φθορά.
Σας λέω, επί 14 χρόνια, όσα τέλος πάντων κράτησε η «Λάμψη», ξυπνούσα και έβριζα. Μια φορά είχε γίνει κι ένα επεισόδιο στο γύρισμα. Μια ηθοποιός ήταν ζευγάρι με έναν άλλο νεαρό ηθοποιό. Η κοπέλα κάποια στιγμή βαρέθηκε και παραιτήθηκε. Ο Φώσκολος για να την τιμωρήσει έδιωξε και το αγόρι της. Το μαθαίνω εγώ και με όλο το θίασο μαζεμένο λέω: Αυτός ο κωλόγερος, ο μαλάκας, που νομίζει ότι είναι θεός και δεσπόζει με το κωλοσενάριο που γράφει, να πάρει χαμπάρι ότι η «Λάμψη» δεν είναι μόνο αυτός, είμαστε και όλοι εμείς, δεν έχει δικαίωμα να κάνει τέτοια φασιστικά.
Εν τω μεταξύ σκηνοθέτης εκείνη την περίοδο είναι ο γιος του, ο οποίος έντρομος μου λέει: Χρήστο, είπες μπροστά μου τον πατέρα μου μαλάκα; Σπύρο, του λέω, εάν σε θεωρούσα γιο του Φώσκολου, δεν θα δεχόμουν να με σκηνοθετήσεις. Σημειωτέον ότι με τον Σπύρο Φώσκολο διατηρώ μέχρι σήμερα σχέση και είναι ένας άνθρωπος που αγαπώ και εκτιμώ.
Άρα οι σχέσεις με τον Φώσκολο ήταν τεταμένες εξαρχής και έτσι παρέμειναν ως το τέλος. Δεν τον γούσταρα ποτέ.
Πώς συνεργαστήκατε όμως ομαλά τόσα χρόνια;
Μα δεν βλεπόμασταν. Τις επικεφαλίδες των σεναρίων έγραφε. Ή ακόμη και το σενάριο να έγραφε ο ίδιος, τι με νοιάζει εμένα; Και Σέξπιρ έχω παίξει, έχω καμιά επαφή μαζί του επειδή έγραψε τα έργα; Απλώς τον Σέξπιρ, όταν τον διαβάζω και τον μελετώ, δεν βρίζω. Νιώθω δέος και λέω Θεέ μου, πώς θα καταφέρω να προσεγγίσω κάτι τόσο σπουδαίο.
Δεν ακούγεται και πολύ ευχάριστη εμπειρία συνολικά η «Λάμψη».
Όχι, ξεκάθαρα το έκανα για τα λεφτά. Και αργότερα δεν μπορούσα να φύγω γιατί θα έμενε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων χωρίς δουλειά. Ήταν ένα μεγάλο συνεργείο και πλήθος ηθοποιών. Ήταν πολύ μεγάλη ευθύνη εκ μέρους μου. Ήθελα να φύγω πριν από τη Δανδουλάκη και μου είπε τότε: Σε παρακαλώ Χρήστο, επειδή έχω χρέη, ας το κρατήσουμε ένα χρόνο ακόμα και μετά φεύγουμε μαζί. Τελικά αποφάσισε να φύγει χωρίς να μου το πει.
Κακώς ελπίζει ο κόσμος ότι ο ρόλος σας στο “Broadway” σηματοδοτεί ένα έστω μικρό comeback;
Δεν έκανα καμία επιστροφή. Έκανα μια προσφορά σε ένα νέο άνθρωπο που ένιωσα ότι έχει ενδιαφέρον, για την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Είχα διαβάσει το βιογραφικό του, κάποιες συνεντεύξεις του και έμαθα ότι ήθελε μόνο εμένα για το ρόλο του «Κλειδαρά», γνωρίζοντας ότι «είμαι» ο Γιάγκος Δράκος και θέλοντας να βγάλει από μένα άλλο πράγμα.
Με την κουβέντα που έκανα λοιπόν με τον Χρήστο Μασσαλά, βλέποντας τα μάτια του και ακούγοντάς τον να μιλάει σωστά ελληνικά, κατάλαβα το μεράκι του. Πίστεψα ότι μπορεί να τα καταφέρει.
Θεωρώ ότι πράγματι αυτό που κάνω στην ταινία είναι διαφορετικό από ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα, το πώς υποδύομαι αυτό το σκοτεινό, ύπουλο πρόσωπο του υποκόσμου. Με την κουβέντα που έκανα λοιπόν με τον Χρήστο Μασσαλά, βλέποντας τα μάτια του και ακούγοντάς τον να μιλάει σωστά ελληνικά, κατάλαβα το μεράκι του. Πίστεψα ότι μπορεί να τα καταφέρει. Επειδή είναι νέος, ήθελα να του συμπαρασταθώ, να τον ενθαρρύνω, να τον ενισχύσω σε αυτό το μεγάλο βήμα. Για την ταινία δεν πήρα καν χρήματα. Είπα εξαρχής να μη με πάρει η παραγωγή τηλέφωνο και να αρχίσουμε τα «τόσα σου δίνω / τόσα θέλω», τους έκανα δώρο την αμοιβή μου. Διότι δεν ήθελα αυτή τη συναισθηματική ή ψυχική ή πνευματική προσφορά που έκανα να πληρωθεί.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Δεν θα σας ξαναδούμε δηλαδή ούτε στο σινεμά ούτε στο θέατρο ούτε στην τηλεόραση;
Όχι. Πουθενά δεν θα με δείτε. Ας μείνουμε σε αυτή την ταινία. Πιστεύω ότι είναι εξαιρετική. Θα αρέσει στον κόσμο. Η οπτική του σκηνοθέτη είναι πολύ σημαντική. Έχει όραμα. Ξέρει. Και αποτυπώνει το «ξέρω» του με την έμπνευσή του αλλά και την άποψή του για το κοινωνικό σύστημα. Ασχολείται με τον υπόκοσμο όχι για να τον ξεμπροστιάσει. Βλέπουμε κάποια άτομα που προσπαθούν να επιβιώσουν, ζουν φυλακισμένοι στα κάτεργα του «Broadway» και κλέβουν για να ζήσουν. Είναι ήρωες, όχι εγκληματίες. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να επιζήσουν. Όλο αυτό που κάποιοι χαρακτηρίζουν περιθώριο, για άλλους είναι η πραγματικότητα που βιώνουν. Σε αυτό ρίχνει φως η ταινία. Πραγματικά χάρηκα που δέχτηκα την πρόταση. Χάρηκα που το ένστικτο και η διαίσθησή μου δεν έπεσαν έξω.
Τι μέλλει γενέσθαι λοιπόν για τον Χρήστο Πολίτη; Θα επιστρέψετε στην Επίδαυρο όπου ζείτε εδώ και πολλά χρόνια;
Όχι, κατήργησα την Επίδαυρο. Μου φαινόταν πια «κάπως» αυτός ο τρόπος ζωής. Ήταν μεγάλο σπίτι, σε μεγάλο οικόπεδο, με μεγάλη πισίνα. Κάποια στιγμή μου είπαν μέσα μου όλα: Χρήστο, άσ’ τα αυτά. Ήταν ωραίο σπίτι, φιλοξενούσε πολύ κόσμο. Βασικά με ενδιέφερε να έρχεται η οικογένεια μου. Αλλά οι νέοι μεγάλωσαν αρκετά για να πηγαίνουν αλλού με τις παρέες τους, οπότε θα μέναμε οι γέροι εκεί πέρα εκτεθειμένοι στα γηρατειά. Ο κύκλος ολοκληρώθηκε. Αυτό που χρειαζόταν να γίνει σε αυτό το σπίτι, έγινε. Επίσης σταμάτησα να οδηγώ. Ε, να έχω μεγάλο αμάξι για να πηγαίνω στο μάρκετ και στο περίπτερο; Να οδηγώ ενώ το μυαλό μου μόνο στο τιμόνι δεν είναι, να σκοτώσω και κανένα άνθρωπο; Κατήργησα λοιπόν και το αυτοκίνητο. Η λέξη που με χαρακτηρίζει είναι η απλότητα.
Το μεγαλύτερο μάθημα ζωής που θα έπαιρνε ο νεότερος εαυτός σας από τον σημερινό που κοντεύει τα 80;
Πάντα ήμουν σεμνός. Η σεμνότητα είναι μεγάλο προσόν. Η σοβαρότητα επίσης. Η αγωνιστικότητα και το πάθος να υπηρετήσεις αυτό που πιστεύεις, να μην τσιγκουνευτείς να ξοδέψεις την ψυχή σου, την ύπαρξη σου ολόκληρη, αυτά είναι σημαντικά πράγματα. Ειλικρινά δεν ήθελα να γίνω σταρ.
Δεν το γλιτώσατε όμως.
Όχι, δεν το γλίτωσα, αλλά δεν ήταν αυτό που με ικανοποιούσε. Ίσως γι’ αυτό δεν χωρούσα ποτέ σε καλλιτεχνικά συστήματα. Ούτε σε πολιτικά. Ήμουν πάντα ανεξάρτητος. Βέβαια, κάποτε έγινε κάτι με τον Σαμαρά.
Εφόσον έχετε τέτοια άποψη, πώς συνεργαστήκατε πολιτικά;
Κοιτάξτε, είχαμε μία κοινή φίλη και έτυχε δυό-τρεις φορές να φάμε στο σπίτι της. Μου λέει λοιπόν ο Σαμαράς: Κύριε Πολίτη, θα μπορούσαμε να συναντηθούμε ιδιωτικά; Βεβαίως, του λέω. Ώσπου μια μέρα, αφού μου είχε ζητήσει την άδεια να μιλάει στον ενικό, με παίρνει στο τηλέφωνο. Θα σου πω μια πρόταση, μη γελάσεις, πάρε με να μου πεις όποτε θες την απόφασή σου, μου λέει και μου ζητάει να μπω στο ψηφοδέλτιο επικρατείας. Είχα κάτι φίλους γνώστες των πολιτικών πραγμάτων, οι οποίοι δεν ήταν με τον Σαμαρά. Μάλιστα ο ένας εξ αυτών, πρόεδρος των εφετών, μου είπε: Πρέπει να δεχθείς, γιατί είναι μια τιμητική θέση σε ένα κόμμα που μπορεί να έχει 200.000 ψηφοφόρους.
Το ψηφοδέλτιο επικρατείας δεν έχει να κάνει με το αν είσαι Πολιτική Άνοιξη, αλλά με αναγνωρισμένες προσωπικότητες της χώρας. Έτσι δέχτηκα. Μετά μου ζητήθηκε να πάω στη Νομαρχία. Ήταν η εποχή Κατριβάνου. Ήθελαν ένα καλλιτέχνη στο συμβούλιο και έπεφταν διάφορα ονόματα στο τραπέζι τα οποία απέρριπτε ο Καραμανλής. Ο Σαμαράς του είπε: Έχω να σου προτείνω κάποιον αλλά δεν ξέρω αν θα δεχθεί. Τον Χρήστο Πολίτη. Και λέει ο Καραμανλής: Αυτόν μάλιστα. Εξαρχής τους είπα: Εγώ γλάστρα δεν είμαι, αν με θέλετε θα με αφήσετε να συμβάλλω στον πολιτισμό. Βγήκα 13ος από τους 150 χωρίς να πω καν στον μπακάλη ότι είμαι υποψήφιος.
Στα δυο χρόνια παραιτήθηκα γιατί είδα ότι είναι αίσχος η πολιτική. Είχα προτείνει μεταξύ πολλών άλλων ετήσιους λαογραφικούς αγώνες στο Καλλιμάρμαρο με αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα απ’ όλη την Ελλάδα, με εκθέσεις αντικειμένων, με χίλια δυο πράγματα. Τους το κοστολόγησα κιόλας. Έκανε 50.000.000 δρχ τότε. Μου λένε ότι δεν μπορούν να τα διαθέσουν. Τους λέω μπορούμε να βρούμε χορηγούς. Μα η Νομαρχία δεν βάζει χορηγίες, μου λένε. Ωραία, λέω, η Νομαρχία έχει 50 δήμους στην Αττική. Ας αγοράσει ο κάθε δήμος 1000 εισιτήρια προς 1000δρχ να τα διαθέσει στον κόσμο. Και πολλά άλλα, αφήστε τα. Ο οποίος Σαμαράς είναι του Χάρβαρντ και σνομπάρει τον Τσίπρα που είναι του ΕΜΠ, λογικά γι’ αυτό δεν του παρέδωσε όπως έπρεπε το πρωθυπουργικό γραφείο.
Δεν βλέπω τον Μητσοτάκη ούτε για θεό, ούτε για Μωϋσή, ούτε για τίποτα. Τον θεωρώ ένα καμποτίνο. Στο θέατρο λέγαμε καμποτίνους τους ατάλαντους ηθοποιούς.
Αλλά μιας και είπαμε για Τσίπρα, για μένα είναι ο μόνος που ξεχωρίζω σήμερα στο πολιτικό σύστημα. Είναι ένας νέος καθαρός, έντιμος, με ηγετικές ικανότητες κατά τη γνώμη μου. Ένας πολιτικός που αγαπάει τη χώρα και το λαό. Τον εμπιστεύομαι. Σε σχέση με την ομάδα που μας κυβερνά, κανένας τους δεν με πείθει σε τίποτα απολύτως. Η οικογένεια Μητσοτάκη πολιτικά -το τονίζω αυτό- μου είναι αντιπαθής. Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει αυτή η δυναστεία. Φτάνει πια. Όταν όμως είσαι υπηρέτης ισχυρών, παραμένεις στην εξουσία όσο καιρό θέλουν οι ισχυροί για να κάνεις τις δουλειές τους. Για αυτού του είδους τις κυβερνήσεις ο λαός δεν παίζει κανένα ρόλο. Αυτές οι κυβερνήσεις έχουν όλους τους μηχανισμούς να καλύπτουν ό,τι έγκλημα κάνουν, να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, να καταπνίγουν κάθε αντίθετη φωνή, να καταστέλλουν τα πάντα.
“Δεν βλέπω τον Μητσοτάκη ούτε για θεό, ούτε για Μωϋσή, ούτε για τίποτα.
Τον θεωρώ ένα καμποτίνο.
Στο θέατρο λέγαμε καμποτίνους τους ατάλαντους ηθοποιούς.
Δηλαδή αν είχα θίασο και ήταν ηθοποιός, δεν θα τον έπαιρνα ποτέ να παίξει.
Είναι τόσο εξεζητημένα τυποποιημένος και στιλιζαρισμένος, που λες στάσου, ρε Μητσοτάκη, ηρέμησε λιγάκι, αύριο δεν θα υπάρχεις. “
Κάποιος που κοντεύει στα 80 του, τι αναλογίζεται περισσότερο; Όσα του έχουν συμβεί στα πολλά χρόνια που έχουν προηγηθεί; Ή όσα μπορεί να του συμβούν στα λιγότερα που απομένουν ως το τέλος της ζωής του;
Όσα συμβαίνουν τώρα. Το παρελθόν δεν είναι μια πίτσα που κόβουμε κομμάτια και τρώμε για να συντηρηθούμε σήμερα. Το παρελθόν είναι αυτό που έγινε. Το παρόν μετράει. Το μέλλον δεν το ξέρουμε. Ξαφνικά σου ‘ρχεται μία στο κεφάλι και τελείωσες. Σκέφτομαι λοιπόν την πραγματικότητα που ζούμε. Δεν θλίβομαι. Η θλίψη είναι αστείο πράγμα. Με εξοργίζει. Ίσως όχι όσο η Εκκλησία που με εξοργίζει απόλυτα.
Παρεμπιπτόντως δηλώνω μη χριστιανός. Απεχθάνομαι τους ρασοφόρους. Την εποχή της κρίσης που ο κόσμος πήγαινε στα συσσίτια έβλεπα στην τηλεόραση τον αρχιεπίσκοπο ντυμένο στα χρυσά με το στέμμα στο κεφάλι και μητροπολίτες πλάι του επίσης ντυμένους στα χρυσάφια και τα μετάξια. Οι αδερφοί μας πεθαίνουν, έλεγαν, πρέπει να τους συμπαρασταθούμε. Τι λες μωρέ, δεν ντρέπεσαι; Βγάλε αυτά που φοράς, πούλα τα και δώσε τα λεφτά στον κοσμάκη. Είναι δυνατόν να βγαίνεις με αυτή την αμφίεση και να ζητάς από τον κόσμο να βοηθήσει τον διπλανό του που δεν έχει να φάει; Όχι λοιπόν, δεν τους δέχομαι. Και τα δηλητηριώδη κηρύγματά τους εναντίον κάποιων ανθρώπων με κάνουν να αγριεύω πάρα πολύ.
Αν μη τι άλλο η Εκκλησία θα έπρεπε να τηρεί αυτό που υποτίθεται ότι είπε ο Χριστός: Αγαπάτε αλλήλους. Δεν θα έπρεπε να διαχωρίζει τους ανθρώπους. Δεν έχει δικαίωμα να χαλάει την ευτυχία τους, είτε είναι ομοφυλόφιλοι είτε όχι. Όπως δηλαδή κάνει και η εξουσία που δεν επιτρέπει στους ομοφυλόφιλους το γάμο.
Ή βγάζουν οι παπάδες κηρύγματα κατά της αντισύλληψης και των αμβλώσεων. Με ποιο δικαίωμα θα ορίσετε εσείς το σώμα ενός ανθρώπου; Κάποτε ένας Πάπας, τον οποίο μάλιστα αγιοποίησαν μετά, όταν θέριζε το AIDS στην Αφρική, είχε απαγορέψει το προφυλακτικό. Τις προάλλες σε κάποια πόλη της Βόρειας Ελλάδας διάβασα ότι ένας σπιτονοικοκύρης αποφάσισε να κάνει έξωση στον νοικάρη του γιατί έμαθε ότι είναι φορέας HIV, μην τυχόν και κολλήσουν όλοι. Πώς να κολλήσεις, βρε μαλάκα; Δεν ξέρω αν οι συνθήκες έχουν διαμορφώσει τον ψυχισμό των ανθρώπων κατ’ αυτόν τον τρόπο, πάντως δεν είμαστε ο σπουδαίος λαός που νομίζουμε ότι είμαστε. Έχουμε ψευδαισθήσεις. Το ότι στο παρελθόν υπήρξαν σπουδαίοι Έλληνες, ναι, υπήρξαν, και θα υπάρχουν πάντα. Ίσως όμως όχι σήμερα που ο πληθυσμός επαναπαύεται με τα 150 ευρώ του τάδε επιδόματος και σκέφτεται ότι τον φροντίζει έτσι ο Μητσοτάκης.
“Ας φροντίσει λοιπόν ο κάθε άνθρωπος -αυτό προσπαθώ κι εγώ- να είναι δίκαιος. Να σκέφτεται ότι ο άλλος απέναντι του είναι εξίσου άνθρωπος. Κανείς άνθρωπος δεν είναι προς χρήση κανενός.” /Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;
Το δικό μου ή της χώρας;
Και το ατομικό και το συλλογικό.
Κοιτάξτε, όσο θέλουν ο Βαρδινογιάννης, ο Αλαφούζος κλπ τον Μητσοτάκη, θα έχουμε Μητσοτάκη. Όσο για μένα, το μέλλον μου είναι ο θάνατος. Το μόνο σίγουρο.
Εντάξει, αυτό είναι το μόνο σίγουρο για όλους μας.
Δεν θέλω να πεθαίνουν νέοι άνθρωποι. Βεβαίως κάθε απώλεια προκαλεί θλίψη και πόνο στους οικείους, αλλά βρε παιδί μου, δεν μπορώ να λυπηθώ πολύ για έναν 90χρονο, πχ σαν τη γριά που πέθανε τώρα στην Αγγλία. Άλλη περίπτωση κι αυτή. Συνήθως λένε να είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει. Αυτή δεν τη σκεπάζει χώμα, σε ένα κουβούκλιο την έβαλαν, αλλά θα είναι πολύ βαρύ το φορτίο των δολοφονιών που έχει κάνει η δυναστεία της. Μου κάνει λοιπόν πολύ μεγάλη εντύπωση που τόσος κόσμος ασχολήθηκε με την κηδεία της. Τόσο φαντασμένοι είμαστε;
Η βεβαιότητα του τέλους σας προκαλεί φόβο;
Όχι. Το μόνο που μπορεί να ευχηθεί κάποιος είναι να μην υποφέρει. Έχω δηλώσει στους δικούς μου ότι δεν θέλω κανένα παπά, καμία κηδεία, κανένα πένθος, κανένα μαύρο. Τίποτα από όλα αυτά. Μια απλή αποτέφρωση και τέρμα. Απλότητα.
Αναλογίζεστε την πιθανή υστεροφημία σας;
Ποια υστεροφημία; Εδώ καλά καλά δεν μας γνωρίζουν τα δικά μας πρόσωπα σε αυτή τη ζωή. Ωραία, θα πουν ότι ο νονός μας ή ο παππούς μας ήταν σπουδαίος. Ε, και; Ας φροντίσει λοιπόν ο κάθε άνθρωπος -αυτό προσπαθώ κι εγώ- να είναι δίκαιος. Να σκέφτεται ότι ο άλλος απέναντι του είναι εξίσου άνθρωπος. Κανείς άνθρωπος δεν είναι προς χρήση κανενός.
Το “Broadway” παίζεται τώρα στους κινηματογράφους.
ΠΗΓΗ : https://www.news247.gr/